Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Συλλογίστηκα απλούστατα πως είναι πολύ νωρίς να γυρίσω στην Αθήνα. Δε βλέπεις; Οι ζέστες ξαναρχίσανε. Νομίζει κανείς πως ξαναγυρίζομε στην άνοιξη, ενώ έχομε μπροστά μας το χειμώνα. Εγώ έβαλα πάλι τα καλοκαιρινά μου. Να, κύτταξε!... ΑΝΘΥΠΟΛ. — Χμ! Μην εμπιστεύεσθε πολύ σ' αυτή την Άνοιξη, κύριε Φλέρη. Το φθινόπωρο είναι άπιστη εποχή. Νομίζω πως δεν κάματε καθόλου καλά να βάλετε τα καλοκαιρινά σας.
— Και ποιος λοιπόν εσκότωσε τον φονέα του αδελφοποιτού σου; — Ποιος άλλος είχε το καθήκον παρά εγώ, είπεν ο Τούρκος μετά τοιαύτης υπερηφανείας, ώστε να τον βδελυχθώ. — Και πώς; Τέτοιο κακό! εψέλλισα έπειτα μηχανικώς μάλλον και αβουλήτως. — Χμ! είπεν ο Τούρκος. Δεν είναι γραμμένο στο χαρτί σας; Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λάβης!
— Ξεύρω διατί μου τα λέγεις αυτά! ανεφώνησε, σύρουσα πάλιν την φωνήν της ως χαϊδεμένον παραπονούμενον παιδίον. — Είναι ωραία, με φαντασίαν και με ποίησιν, αλλά δεν με αρέσουν. — Διατί; είπον εγώ τότε, εξηγήσου. — Χμ! απήντησεν εκείνη. Διατί; Διότι, διότι ξεύρω διατί μου το λέγεις.
— Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.
Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.
Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι' άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο. — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. — Χμ! — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες...
— Πώς; ανέκραξα τότε εκπεπληγμένος. Ο πατήρ σου λοιπόν κάμνει στίχους; — Μ' ερωτά εάν κάμνη! Και δεν είπες εσύ πως το γνωρίζεις; Πώς γνωρίζεις το κάτι που σου κρύπτω; — Χμ! — είπον εγώ τότε συνωφρυωμένος. — Αυτό λοιπόν ήτο; Λοιπόν ο πατήρ σου κάμνει στίχους! — Ακούς εκεί εάν κάμνη! — απήντησεν εκείνη μετά τόνου δι' ου εφαίνετο οικτείρουσα εμέ μάλλον ή την άγνοιάν μου. — Ακούς εκεί εάν κάμνη!
Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.
— Τώρα πλέον θα πάμε 'στό σπήτι μας, Αϊμά.. .. χμ..· θα ζήσωμεν ήσυχα από 'δώ κ' εμπρός. Κανένας δεν θα μας πειράξη. Πέρασες καλά αυταίς ταις ημέραις; Η Αϊμά δεν απήντησε. — Ο Βούγκος και ο Μάχτος, επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος, είνε καλά, έμαθα, τα δύο μας παιδιά. Να δουλεύουν τάχα το αργαστήρι, ή μη το παράτησαν; Εκείνη η στρίγλα η μάννα τους τα φταίγει όλα.
Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κ' έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους. Περμ. Χμ! Έβγα τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερά Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα. Πιπ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν