United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Αν ήτο δυνατόν να προκόψη κανένας! έλεγεν αγανακτών ο Μιστόκλης. Αμυδρώς ενθυμείτο ότι τον είδε, τον φοβερόν Γέροντα, άγριον ως λύκον και όταν η γυναίκα του εγέννησε το πρώτον τέκνον των· και τω εφάνη ότι και τότε είπεν εις τον Μιστόκλην ο Γέρων. — Όπου φτωχός και η μοίρα του!

Και είτα εγερθείς, εστάθη εν μέσω των καλεσμένων, εκθάμβων ορώντων, έκαμε τον σταυρόν του, και εκφράζων και την πίστιν συνάμα της Γερακούλας του, απήγγειλεν ιεροπρεπώς τα λόγια όπου είπε ποτε ο τοπάρχης της Εδέσσης Αύγαρος, όταν εθεραπεύθη από τον Χριστόν, καθώς τα ενθυμείτο από τα Συναξάρια. — Χριστέ ο Θεός, ο ελπίζων επί σε ποτέ δεν χάνει!

Η μόνη αγάπη, το πάθος μάλλον το οποίον εφαίνετο να τον κατέχη ολόκληρον, ήτο η προς την αδελφήν του αφ' ενός, και η προς το καράβι του αφ' ετέρου, θερμή, ολόψυχος προσκόλλησίς του. Είχαν να κάμουν όλοι με τον μοναδικόν αυτόν χαρακτήρα. — Τι διάβολο! έλεγαν μάρμαρο είν' αυτός ο άνθρωπος! Διότι δεν τον είδαν ποτέ να γλεντίση και αυτός, σαν νέος, δεν ενθυμείτο να τον είδε κανείς ποτέ να γελάση!

Μεγίστη δε υπήρξεν η ευθυμία, και, το πάτωμα εκινδύνευσε να πέση από τον χορόν. Η χαρά εκείνη διήρκεσεν επί εβδομάδα. Τον γάμον αυτόν, έλεγεν η Αφέντρα, θα τον ενθυμείτο ακόμη διά πολύν καιρόν το χωρίον.

Αλλά και η Πηγή την ενθυμείτο την φράσιν εκείνην και το μεν εκ φόβου μήπως επαναληφθή, το δ' επιθυμούσα να την ακούση πάλιν, εβάδιζε κάτω νεύουσα, ενώ το πρόσωπον της εφλέγετο υπό ερυθήματος. Και την συγκίνησίν της ενέτεινεν έτι μάλλον η ιδέα ότι ο Σαϊτονικολής ωμίλει περί αυτής προς τον πατέρα της.

Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήτον χθες, ο γέρο- Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις το ύπαιθρον.

Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα. Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε χωρίς ν' αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά; Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν εις τας απορίας αυτού.

Σήκω τώρα να πηγαίνουμε. Θα είνε παρά πάνω από δέκα η ώρα . . . Το φεγγάρι όσο πάει και γέρνει εκεί κάτω, και θα τα βρούμε σκούρα στον κατήφορον, ανάμεσα στα ρέμματα και στον ελαιώνα. Πάμε, μπάρμπ’-Αλέξανδρε. Εσηκώθη κ' εφόρτωσε τα πράγματα εις το ζώον. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν ανεζήτει το ψάθινο καπέλλο του, και δεν ενθυμείτο πού το είχε πετάξει. Εγώ είχα φορέσει το υπόδημά μου.

Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγος της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο την τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει.