Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω νοσοκομείω. Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις το σχολείον πυρέσσουσα. Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
Μειδίαμα τότε εζωγραφίζετο εις τα σιωπηλά της χείλη, μειδίαμα ελαφρόν και γλυκύ, ως είναι γλυκύ το ηλιοβασίλευμα· οι οφθαλμοί της οι νεκροί εκείνοι και ακίνητοι, ως εξ υάλου ψεύτικοι, ανεζούσαν αίφνης κ' ελαμπύριζον κ' έπαιζον. Και τότε ενθυμείτο ότι υπάρχει, και ενθυμείτο ότι ζη.
Είχεν ενώπιον αυτού, επί των γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη το πρόσωπόν του. Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον πατρικόν αυτού οίκον.
Ο δυστυχής Σπληνογιάννης δεν ενθυμείτο να ευρέθη ποτέ εις δυσχερεστέραν θέσιν. Ευρίσκετο αντιμέτωπος τριών εχθρών, ων φοβερώτερος βεβαίως ήτο αυτή η σύζυγός του.
Ενθυμείτο ότι υπήρξε ποτε ομιλητική και διαχυτική, και ενθυμείτο τα αστεία της τότε και τα ωραία της τα δίστιχα· και υπανεγειρομένη από το ερημικόν κλινίδιόν της, εσπρώχνετο σιγά-σιγά προς την εστίαν, ως διά να συνδαυλίση την φωτιάν.
Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.
Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galope finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά.
Μέχρις ου χρόνου εξικνείτο η μνήμη της, εκτός μιας μόνης και φρικώδους αναμνήσεως της βρεφικής της ηλικίας, δεν ενθυμείτο άλλην οικίαν πλην της καλύβης των σιδηρουργών, ουδέ άλλους γονείς πλην του σεβασμίου τούτου ανδρογύνου. Ενταύθα είχεν ηλικιωθή, το μόνον δε όπερ κατώρθωσεν ήτο, αφότου ηλικιώθη, το να αποφύγη την βαναυσότητα του πρώτου των γύφτων, και τούτο διά της γλυκείας γλώσσης της.
Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της.
Ίσως ενθυμείτο την προ ολίγων χρόνων τερπνήν και ευάρεστον και ζηλεμμένην θέσιν του, όταν ήτο γαμβρός ωραίος και περιζήτητος, με μακρυά φούντα, με γλυκά μάτια, με φέσι ψηλό, μεγάλο και κατακόκκινο, που να το φορή στραβά ως το αυτί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν