United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδεμένον εωθινόν τέκνον. Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλη η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε.

Ο λιμενοφύλαξ, ως φάσμα εξελθών από του νέφους του εγγύς καφενείου, έλαβε τα χαρτιά από τον γέροντα αλιέα, και μετ' ολίγον ένας όγκος μέγας και μαύρος, ως καθεύδουσα προβατίνα, σκεπασμένη εντός της κοιλίας της αλιάδος υπό βαρείαν θεσσαλικήν χλαίναν, εξεδιπλώθη, μακρός, υψηλός, κ' εφάνη εν τη αποβάθρα ξένος τις, ανδρικής ηλικίας, φέρων επ' ώμων την χλαίναν και κρατών εις χείρας δισάκκιον ελαφρόν.

Αίφνης τότε ήκουσα ευκρινώς ελαφρόν κρότον βημάτων επί του τάπητος και προς το μέρος της κλίνης· πάραυτα δε, ενώ η Ροβένα έφερε τον οίνον εις τα χείλη, είδαενδεχόμενον να ήτο πλάσμα της φαντασίας μουείδα να πίπτωσιν εντός του κυπέλλου, ως από αοράτου πηγής, τρεις ή τέσσαρες σταγόνες υγρού διαυγούς και κοκκινωπού.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ένα δαυλόν εμένα. Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια . Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν. Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς τούτο; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον. Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.

Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν». Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατόν να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον.

Κ’ η νύμφη έρχεται· ιδού· ποτέ, ποτέ σημάδι εις της αιωνιότητος την πλάκα δεν θ' αφήση τέτοιο ποδάρι ελαφρόν! — Ο εραστής δεν πέφτει, και αν ακόμη κρεμασθή εις ταις κλωσταίς της πάχνης, πουτον αέρα τον ζεστόν πετούν το καλοκαίρι! Τόσον ζυγιάζει της ζωής η κούφια ματαιότης! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλή εσπέρα κι’ αγαθή, πνευματικέ μου πάτερ.

Ο Αγάλλος δεν άφησε τον ελαφρόν ίσκιον να ενεργήση διά την γραίαν Συνοδιάν. Την εκάλεσεν έξω του ναού και της είπε ποίοι τινες ήσαν οι μοναχοί εκείνοι.

Ύφασμα λευκόν σαν το χιόνι και ελαφρόν σαν τον αέρα φαίνεται καλύπτον μόνον το λεπτόν της σώμα. Αλλ' όσον αερώδες και αν είναι το φόρεμα αυτό, τίποτε δεν ταράσσει τας πτυχάς του, και επαναπίπτει πέριξ της ακίνητον, όπως η βαρεία μαρμάρινη εσθίς της αρχαίας Νιόβης.

Αι χείρες του αναπάλλονται δεξιόθεν και αριστερόθεν ως εκκρεμή ωρολογίου, και το βήμα του έγεινεν ελαφρόν και υπόπτερον βήμα σεισοπυγίδος. Προδήλως μετεβλήθησαν και οι διαλογισμοί του.

Έρριψεν ο Ρούντυ εις τους ώμους του το ελαφρόν του ταγάρι με τα κυριακάτικά του, το όπλον του και τον κυνηγετικόν του σάκκον και ανέβαινε το βουνό την σύντομον οδόν, η οποία όμως ήτο πολύ μακρά. Αλλά η σκοπευτική εορτή ήρχισε μόλις αυτήν την ημέραν και θα διήρκει ολόκληρον την εβδομάδα και πέραν.