United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Ο ήχος είναι βαρύς, αν η κίνησις είναι βαρεία, οξύς, αν ταχεία, ομαλός και λείος, αν είναι ομοιόμορφος, τουναντίον δε τραχύς κ. λ. Τοιούτον είναι το σύμπαν υπό την έποψιν της ανάγκης. Ο Πλάτων νυν επανέρχεται εις την γένεσιν της ψυχής του ανθρώπου.

Η στάσις του, όπως εκάθητο βαρύς κ' εστρεβλωμένος, ως σάκκος πλήρης αχύρου, εφαίνετο εις την Σμάλτω στάσις αρμόζουσα εις κανένα πλούσιον και υπερήφανον υιόν αρχιποιμένος κ' εν γένει ολόκληρον τον βοσκόν περιέλουεν η αύλησις και τον παρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς της εναρμόνιον, όπως ήτο και αυτή.

Τα άλλα δάχτυλά του, κόκκινα, συμπλέκονται με τη χρυσή αλυσίδα του ρολογιού. Κάθεται εκεί όλη την ημέρα για να κοιτάζει τους περαστικούς και να τους κοροϊδεύει. Πολλοί αλλάζουν δρόμο επειδή τον φοβούνται και το ίδιο κάνει και ο Έφις, για να φτάσει στο σπίτι της τοκογλύφου χωρίς να γίνει αντιληπτός. Μια αιμασιά από φραγκοσυκιές έζωνε σαν τοίχος βαρύς την αυλή της θεια Καλίνα.

Του μύρισ' ο Καλύβαςτης Αλαμάνας τα νερά. Του Βακογιάννη ο ίσκιος Είναι βαρύς, θανατερός κι' όποιος περάση εκείθε Σκοτάδι κι' αποκάρωμα. θα τώμαθε και μένει Ναρθή με τον Ομέρπασα.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; ότιτον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110 εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθητην σκιά του. όθεν τώρατο σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115 αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120 μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση ότιτα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».

Θα δεις τότε αν μας ρήμαξε αφτή η βουλή σου, αφέντηΤότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Βαρύς, Δυασέα, ο λόγος σου και σα μαχαίρι μπήκε μες στην καρδιά μου· μα άθελα δε θέλω εγώ οι Αργίτες 105 να ρήξουν τα καλόθρονα μες στο γιαλό καράβια. Και τώρα, πιο καλό όποιος σας ξέρει στρατί, ας μιλήσει, γέρος ή νιός· τι με χαρά το λόγο εγώ θ' ακούσω

Υπάρξεων, αίτινες έχουν χαράν, υπάρξεων, αίτινες έχουν λύπην; Ούτε να το ρίψη πλέον κάτω ημπορούσεν, αλλ' ούτε και να το μεταχειρισθή ως προσκέφαλον. Και πόσας απολαύσεις είχεν εκείνος ο βίος, όστις τότε τω εφαίνετο βαρύς και μοχθηρός.

Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς. Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια.

Είχε πολλά έτη να το ακούση τόσον ωραίον και τόσον συγκινητικόν. Εις το χωρίον δεν τα τραγουδούν καλά. Ο υιός της, όστις μόνος, ως έλεγεν υπερηφανευομένη, το ετραγώδει, ευρίσκετο εις την ξενιτείαν, αλειτούργητος και ακοινώνητος ίσως! Εβυθίσθη λοιπόν εις μίαν έκστασιν, ως ήτο εκεί γονυκλιτής προ της Αγίας Εικόνος. Της ήλθεν, ως έλεγεν έπειτα, ως τις ύπνος, βαρύς, πλην ηδύς ύπνος.