United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΥΧ. Μα τον Δία, είμαι σύμφωνος. ΠΑΡ. Εις τον Επίκουρον λοιπόν είνε επόμενον να συμβαίνουν όλαι αυταί αι ενοχλήσεις, ώστε ουδέποτε να επιτύχη τον σκοπόν της φιλοσοφίας του• ο παράσιτος όμως ούτε μάγειρον έχει με τον οποίον να θυμώση, ούτε κτήμα, ούτε οικονόμον, ούτε χρήματα, διά την απώλειαν των οποίων να λυπηθή, αλλά και χωρίς αυτά έχει να τρώγη και να πίνη χωρίς να έχη και καμμίαν ενόχλησιν εξ εκείνων τας οποίας οι άλλοι κατ' ανάγκην έχουν.

Αυτό άρεσε του Σβεν περσότερο από όλα κι αυτά πήρε η μαμά από την εταζέρα απάνω στη χαρά της καρδιάς της και το έδωσε του Σβεν, αντί να του δώση το ξύλο που του έταξε. Μα ο Σβεν δεν άπλωνε τα χέρι να τα πάρη. — Μπορεί να το σπάσω, είπε. Και θα θυμώση ο μπαμπάς. Όμως δεν ξεχνούσε ποτέ πως το σκυλάκι είτανε δικό του. Και κάποτε, όταν είταν κανείς ξένος στο σπίτι, μιλούσε γι' αυτό.

Ταύτα έβαινον επί τινα χρόνον ομαλώς εντός των ορίων σχετικής τίνος ευπρεπείας, αλλ' αποφράδα τινά ημέραν, καθ' ην τον χυμόν του ανανάς και της ταμαρίνθου είχεν αντικαταστήση ο παγωμένος καμπανίτης, οι ζωηρότεροι των θαυμαστών της καλής Ορτενσίας εξετράπησαν εις υπέρβασιν των εσκαμμένων τόσον σπουδαίαν, ώστε ο ανεκτικώτατος των συζύγων ηναγκάσθη να θυμώση και ν' αποχωρήση μετά της συμβίας του· υπερβαίνων όμως την φλιάν της θύρας, έκρινε πρέπον να στραφή και να κεραυνώση τους αυθάδεις ως εξής: «Αρκούμαι, Κύριοι, προς τιμωρίαν σας να σας δηλώσω ότι η δέσποινα προς την οποίαν ησεβήσατε, πριν ή αξιωθώ να συζευχθώ μετ' αυτής, ωνομάζετο Ροζάτη Γαλέττη!».

Αφού του τώπαν και του το ξανάπαν πως δεν τον ήθελαν, έπρεπε να ντραπή και ν' αφήση ήσυχη την θυγατέρα της, εκτός αν είχε του χοίρου την αδιαντροπιά και την αναισθησία. Όταν όμως αντίκρυσε τον Μανώλην η οργή της κατέπεσεν. Ούτω συνέβαινε πάντοτε. Δεν ηδύνατο να θυμώση με αυτόν τον άνθρωπον.

Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο.

Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.

Βεβαιότατα, Σωκράτη μου. Και μάλιστα δεν είναι δύσκολον να το εύρωμεν. Όσον λοιπόν δι' εμέ, γνωρίζω ότι, εάν υπάγω ολίγην ώραν εις μοναξιάν και σκεφθώ μόνος μου, τότε θα ημπορούσα να σου το ειπώ με την μεγαλιτέραν ακρίβειαν που ημπορεί να γίνη. Σωκράτης. Αι μη λέγεις μεγάλον λόγον, Ιππία μου! Βλέπεις δα πόσας δυσκολίας έως τόρα μας επροξένησε. Μην τύχη και θυμώση και μας ξεφύγη ακόμη περισσότερον.

Όλας ταύτας τας προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς διά τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή, καθώς και δι' εαυτόν και τους μεθ' εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ' όσον ενδεχομένον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός, και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσουν σώοι και υγιείς.

Ήτανε κάποιος Λάμπης, βοϊδολάτης κακός άνθρωπος, που κι αυτός εζητούσε τη Χλόη για γυναίκα από το Δρύαντα κι ως τα τώρα χαρίσματα πολλά του είχε δώσει για να πιτύχη το γάμο· άμα λοιπόν ένοιωσε, ότι, αν δώση την άδεια το αφεντικό, θα την πάρη ο Δάφνης, ζητούσε τρόπο που να θυμώση μ' αυτούς ο αφέντης· και ξέροντας, ότι αυτός αγαπούσε πολύ το περιβόλι, εστοχάστηκε να το χαλάση όσο μπορούσε περισσότερο και να το ρημάξη.

Ντιπ! ντιπ! . .. εψιθύρισε κι ο Αλαμάνος αργά, ζητώντας να εύρη τη ρίζα και τη σημασία της. — Ναι... με συγχωρείτε· εψιθύρισε σαστισμένος ο Αριστόδημος· είνε λέξη βάρβαρη· ξέρετε ... άμα κανείς θυμώση δε φροντίζει για τη γλώσσα του. Έπειτα γύρισε στον αδερφό του και του είπε με παράπονο·Βλέπεις τι μούκαμες μπροστά στους ξένους; Μέφερες σε θέση να μεταχειριστώ λέξη πρόστυχη.