United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΗΡ Την καρδιάν να μου ραγίσης θέλεις; ΚΕΝΤ Χίλιαις φοραίς καλλίτερα να σπάσω την 'δικήν μου! Έμβα, αυθέντα μου καλέ. ΛΗΡ Εσύ πολύ το έχεις η τρικυμία η φρικτή αυτή να μας μουσκεύη. Και έχεις δίκαιον, εσύ. Αλλ' όμως, όπου είναι πόνος μεγάλοςτης καρδιάς τα βάθη ριζωμένος, ο πόνος ο μικρότερος εντύπωσιν δεν κάμνει . Αν 'δής αρκούδα, θα κρυφθής.

Ναι· και δέχομαι να γίνω δούλος σου, αν δεν του σπάσω τα πλευρά αυτού του βουβάλου, ο οποίος την φυλάττει. Ο Χίλων τον απέτρεψε να πράξη τούτο. Τον Κρότωνα τον είχον φέρει μόνον διά να τους υπερασπίση, εν περιπτώσει καθ' ην θα ανεγνωρίζοντο, και όχι διά να αρπάση την κόρην.

Και αι αρχόντισσαις δεν θα μου την άφιναν να την έχω εγώ όλην· θα μου την ήρπαζαν . Παππού, δος μου έν αυγό, να σου δώσω δύο κορώναις. ΛΗΡ Τι κορώναις θα μου δώσης; ΓΕΛΩΤ. Εκείναις οπού θ' απομείνουν, αφού σπάσω το αυγό εις την μέσην και φάγω ό,τι έχει μέσα.

Αυτό άρεσε του Σβεν περσότερο από όλα κι αυτά πήρε η μαμά από την εταζέρα απάνω στη χαρά της καρδιάς της και το έδωσε του Σβεν, αντί να του δώση το ξύλο που του έταξε. Μα ο Σβεν δεν άπλωνε τα χέρι να τα πάρη. — Μπορεί να το σπάσω, είπε. Και θα θυμώση ο μπαμπάς. Όμως δεν ξεχνούσε ποτέ πως το σκυλάκι είτανε δικό του. Και κάποτε, όταν είταν κανείς ξένος στο σπίτι, μιλούσε γι' αυτό.

Να σπάσω όλα μ' έρχεται του τραπεζιού τα πιάτα, μα πάλι λέγω μόνος μου: « Ω χέρι μου, σταμάτα, κι' ας λείψουν τέτοια χωρατάΈφαγα, δόξα τω θεώ, και τώρα ας φουμάρω, κι' ας έβγω τον αέρα μου 'στο Σύνταγμα να πάρω . . . Ω! Ω! τι κόσμος σοβαρός! Ο ένας κι' άλλος με γελά, κι' εγώ μ' αυτούς γελώ, ψέμματα όλοι μου πουλούν, και ψέμματα πουλώ, κι' έτσι διαβαίνει ο καιρός.

Να μη φέγγη και ποτές! Οι κακούργοι! Με γέλασαν κι όλο με γελούν. Κόκκινο μελάνι, κόκκινο ζήτησα να μου φέρουν, κι αφτό είναι μάβρο σαν το αίμα. Τι να σπάσω, να ξεθυμάνω; Τρίζουν τα δόντια μου, φωνάζω, και δεν έρχεται κανείς και κανείς δε μιλεί. Λέξη δεν ακούω. ................................................................. Αγριέβουμαι. Δε σφαλνώ μάτι. Κι ο τοίχος πάντα μπροστά.

Μόνο να πας να το πης του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα 'πάνω. — Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θάχης μια αφορμή. Πόσες μέρες είνε απού μας έτρωες ταυτιά μας να σε παντρέψωμε, γιατί θα κουζουλαθής, γιατί θα πάρης τα βουνά;... — Αι, μα εδά δε θέλω. — Μα γιάειντα δε θες;

Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι «Λυκιώτες, τι έτσι τη σκληρή αναμελάτε μάχη; Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιας είμαι παλικάρι, 410 να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια. Μον όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει

ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να πάρης τίποτε. ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα οβολόν; ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι δεν έχω. ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον, αν δεν με πληρώσης. ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το ξύλο. ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο ταξείδι; ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος με παρέδωκε σε σένα.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μα την Ίσιδα, θα σου σπάσω τα δόντια, αν παραβάλης και πάλιν με τον Καίσαρα τον πρώτον άνδρα του κόσμου! ΧΑΡΜΙΟΝ. Ζητώ ταπεινώς συγγνώμην. Επαναλαμβάνω &το τραγούδι σου&.