United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας πάω κάνε παρέκει. ΣΤΕΦΑΝ. Δεν είπες που αυτός λέει ψέμματα; ΑΡΙΕΛ. Εσύ τα λες. ΣΤΕΦΑΝ. Εγώ τα λέω; να λοιπόν. Αν σ' αρέση αυτό, ψεύσε με και άλλη φορά. ΤΡΙΝΚ. Εγώ δεν σ' έψευσα. — Εχάσετε, βλέπω, με τα μυαλά και ταυτιά. Ανάθεμα στο φλασκί σου· είναι δουλειές του κρασιού· πανούκλα να πάρη το τέρας σου, και ο διάολος τα χέρια σου. ΚΑΛΙΜΠ. Χα, χα, χα.

Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρεπος σαν την Αφεντειά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και ταυτιά.

Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μυίγες να γίνουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας ταυτιά! Κόπιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τακούσης και να τα χορτάσης. Κόπιασε να το νοιώσης πως πολιτικά πάει να πη ποιος να πρωταρπάξη.

Έπειτα μετ' ολίγον ένας βόμβος εις ταυτιά. Έπειτα μετ' ολίγην παύσιν ηκολούθησε ένας νυγμός, ένας τιναγμός εις τα άκρα. Έπειτα, μία περίοδος, που μου εφάνη ως μία αιωνιότης μακαριότητος, κατά την οποίαν τα αισθήματα ζωογονούνται και μεταμορφώνονται εις σκέψιν. Έπειτα και πάλιν νέα επάνοδος εις την ανυπαρξίαν, και κατόπιν επάνοδος στιγμιαία εις την ζωήν.

— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες; — Μου φάνηκε πως κάτι είπες . . . πως μ' εφώναξες, μέσ' τον ύπνο μου. — Εγώ; . . . όχι. Ταυτιά σου κάμανε. — Τι ώρα να είναι, μάνα; — Τι ώρα; ξέρω 'γώ; . . . Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι. — Και συ δεν εκοιμήθης, μάνα; — Εχόρτασα τον ύπνο καλά . . . Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.

Καμμιά φοράτο νου του Το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε, Τάκουε που χλημήτιζε... 'ς το φυσσομανητό του Ταντιβοούσανε ταυτιά, του ξάναφταν τα μάτια, Κ' ύστερα πάλ' επλάκωνε με τη χαρά της νίκης Κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφινε να φωτίζουν Το μέτωπό του το τραχύ παράδοξαις ελπίδαις. Αντραγαθήματα παληά, χρυσοπλασμένα γνέφη, Μ' ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.

Εκαθούντονε στον ήλιο με ταυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Αι! είντα κάνεις; του λέει· καιρός είνε να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. — Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; — Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. — Μα συ ήθελες δέκα ... — Όι, όι, δε θέλω άλλη». Ο Μανώλης εγέλασεν, αλλ' εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρη και τας άλλας εννέα γυναίκας.

Άξαφνα ακούμε μια φωνή από μακρυά σαν τρόμπα-μαρίνα. Τι φωνή ήταν εκείνη; Ακόμα βουίζουν ταυτιά μου. «Ζη ο Μέγας ΑλέξανδροςΚερώσαμε όλοι. Άξαφνα σα φώτησι Θεού να μου ήρθε. Μια και δυο απάνω στο άλμπουρο. Παίρνω μια δυνατή ανάσσα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Ζη και βασιλεύειΚαι πάλι τα ίδια. Τρεις φορές η Γοργόνα, τρεις κ' εγώ. Και περάσαμε.

Ας σφαλήξουμε λοιπόν ταργαστήρια μας, ας στουπώσουμε ταυτιά μας, ας δέσουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτειάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλονού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κ' οι Βούλγαροι, γιατί σπουδάζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.

Μέσα στην ομιλία του την πλέον ήσυχη διέκρινα κάτι που έτρεμε, που εκινείτο αλλοιώτικα μέσα του και το οποίον πολλάκις μου έδιδε κάποιαν ανησυχίαν. Συχνά σταματούσε σε μια φράσι, σαν να είχε λησμονήσει τι ήθελε να ειπή και ετέντωνε ταυτιά και επρόσεχε σαν να ήκουε κάποιον να ομιλή, σαν να περίμενε κανένα.