United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο! Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου...

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Καίτοι δε οι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν ότι εγέλασεν, ενώ μας λέγουν ότι εστέναξε, και έκλαυσε, και εδάκρυσεν, αφ' ετέρου μας διηγούνται ότι, «Εν εκείνη τη ώρα ο Ιησούς ηγαλλιάσατο τω πνεύματι». Μη τούτο άπαξ μόνον συνέβη; ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ'. Μεγάλα θαύματα του Ιησού

Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι.

Κατά τοιαύτην λοιπόν εορτήν, εκείνος ο οποίος εγέλασεν εις την Ολυμπίαν διά τον ψευδή εκείνον Πυθαγόραν, είδε πλησιάζοντα τον αισχρόν και φαντασμένον, τον σφετεριστήν των ξένων έργωνσυνέπεσε δε να γνωρίζη ακριβώς και την διαγωγήν αυτού, την ασέλγειαν και την ρυπαρότητα του βίου και όσα συνελήφθη να πράττη.

Εμείς πάντα σε καταπατούμε. — Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια; Ήτο και αστείος ο γέρων. — Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν. Και εγέλασεν.

Καλλίτερα να μη με ιδής. Ο αρχηγός εγέλασεν, ακούσας επαναλαμβανομένην την αφελή διήγησιν του Θανάση. Και θωπεύσας αυτόν εις τον ώμον μετά πατρικής στοργής, είπε: — Αι, μη φοβάσαι πλεια! Σήμερα θα πάμε σε μαυροφόραις. Μη φοβάσαι. Σήμερα θα κάμνουν μαύρα-μαύρα τα μάτια σου.

Πάντες δε κατά την ωρισμένην ώραν ήμεθα παρόντες εις την οικίαν του, εκτός του συμμαθητού μας Πέτρου, όστις δεν εφαίνετο. — Παράδοξος η αργοπορία του Πέτρου, είπεν ο γέρων. Αυτός εγείρεται πάντοτε τόσον ενωρίς, ώστε είναι και ο υγιέστερος του σχολείου. Αλλά σήμερον φαίνεται τον εγέλασεν ο δόλιος ύπνος της ανοίξεως.

Διά τούτο ο καπετάν- Παρμάκης πληροφορηθείς περί της νέας δημοπρασίας εγέλασεν, ευχαριστημένος, διότι επέτυχεν εις τας υποψίας του: — Δε σου τώλεγα, μωρέ παιδί μου, δε σου τώλεγα εγώ, μωρέ Γιωργή μου! Επανελάμβανε κατόπιν τρατάρων τσίπουρο όλους τους εν τω οινοπωλείω πέρα- πέρα. Ο κυρ-Δημάκης όμως ήτο σύννους μετά ταύτα.

Την δε διάκρισιν των ονομάτων, την οποίαν κάμνει απ' εδώ ο Πρόδικος, παρακαλώ να την αφήση· διότι είτε ευχάριστον είτε τερπνόν είτε χαροποιόν, είτε από όπου και όπως ευχαριστείσαι να δίδης όνομα εις τα τοιαύτα, φίλτατε Πρόδικε, εις τούτο μόνον, εις το οποίον επιθυμώ, δος μου απόκρισιν. — Αφ' ου εγέλασεν ο Πρόδικος παρεδέχθη· επίσης και οι άλλοι.