United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν.

Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροίκαι να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.

Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην του. — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια διά την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς, — Πώς το έμαθες, Βασίλη; του λέγει. — Το έμαθα, παπά, απ' τον μάστρο-Πανάγο τον μαραγκό. — Τι ώρα και πού τον είδες; — Κατά τας δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπουμπούνα. Είχε φάει ψωμί κ' εβγήκε να πιή δύο τρία κρασιά με το ισνάφι.

Μετ' ολίγας ώρας απεβιβαζόμεθα εις Χίον. Επερίμενα να ίδω κατά το σύνηθες την παραλίαν πλήθουσαν, και γνωρίμους και φίλους επί της προκυμαίας, και ν' ακούσω τα εύθυμα Κ α λ ώ ς ω ρ ί σ α τ ε και τους χαριεντισμούς, οίτινες άλλοτε, κατά τοιαύτας περιστάσεις, αντηλλάσσοντο μεταξύ της αποβάθρας και της λέμβου. Αλλά το παρά την αποβάθραν καφενείον ήτο κενόν, η προκυμαία έρημος, έρημος η αγορά.

Τώρα είπες καλά, τέκνον μου. Μετά τρεις ημέρας, βράδυ-βράδυ, σουρούπωμα, ο γέρω Σταυρής ο καφεπώλης εκάθητο προ της θύρας του καφενείου του, βιαίως ροφών τον αέρα ως άνθρωπος πάντοτε κρυωμένος, ότε αλιάς μικρά προσωρμίζετο εις την αποβάθραν έμπροσθεν του καφενείου του.

Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην αι προσερχόμεναι από του πελάγους λέμβοι, συστέλλουσαι πρώτον το μικρόν πανίον, είτα διά των κωπίων σιγά-σιγά ως πάπιαι επλησίαζον κατά προτίμησιν ουχί εις την αποβάθραν, αλλά εις την αβαθή εκείνην παραλίαν.

Να σταθής εις την αποβάθραν, να τους εξετάζης ένα ένα και να τους παραλαμβάνης αφού τους αναγκάζεις να εισέρχωνται γυμνοί. ΕΡΜ. Καλά λέγεις και αυτό θα πράξω. —Συ ο πρώτος ποίος είσαι; ΜΕΝ. Είμαι ο Μένιππος εγώ. Ιδού η σακκούλα μου, ω Ερμή, και η βακτηρία ερρίφθησαν εις την λίμνην• την κάπα μου ούτε καν την έφερα και έκαμα καλά.

Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο! Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου...

Να σ' πω, καπετάνιο, είπεν ο κυρ-Δημάκης, επιβιβαζόμενος, κ' αν δεν τα πάρης εσύ τα δέκατα, θα τα πάρω εγώ! — Ένας απ' τους δυο μας, κυρ-Δημάκη! Εκραύγασεν από της λέμβου, ομιλητικώτατος κ' εύχαρις ο πλοίαρχος. Ήτο πρωία. Εις την αποβάθραν ουδείς εφαίνετο.