United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία μόνη μου έμενεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τας χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους. ― Προσκύνησε τον Αγάν, είπε. Σου δίδει την ελευθερίαν, αλλ' επί όρω να υπάγης προς την χώραν, όχι προς τα χωρία, όθεν ήλθες.

Η δε ελπίς του αυτή εσκέπτετο, δεν ήτο απίθανον να πραγματοποιηθή, διότι την νήσον αυτήν προ της επαναστάσεως είχον καταφύγιόν των και ορμητήριον οι αρματωλοί του Ολύμπου οσάκις κατεδιώκοντο. Έκτοτε ούτε ναργιλέν τον είδαν να πίη πλέον εις το καφενείον, ούτε να τρατάρη. Τώρα είνε έρημον το χωριό μου, το Κάστρο μου.

Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροίκαι να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.

Εν τούτοις ήνοιξε το κάτασπρον ως τα πτερά του γλάρου πανίον του, άναψε τον ναργιλέν του, εξηπλώθη παρά το πηδάλιον, κρατών την σκόταν, κ' εξεκίνησεν. Αν ήθελε, καίτοι μόνος, καίτοι αι δύο λέμβοι αρμένιζαν με πανιά και με κουπιά, ήτο ικανός με το κομψότατον, νεοπαγές και κοπτερόν σκάφος του, να προσπεράση τας δύο λέμβους, να τας αφήση «στα μπούνια» ρίπτων «κολοκυθάναις» οπίσω του.

Αλλά μη λαμβάνων απάντησιν, ερμηνεύει ως αποδοχήν εν των αλλεπαλλήλων Χμ! δι' ων ο Περδίκης συνοδεύει την επίμονον τριβήν των κροτάφων τον, και φέρει μετ' ολίγον τον ναργιλέν, ροφών μεν καθ' οδόν από του επιστομίου του, ίνα δήθεν διατηρήση αυτόν ανημμένον, σπογγίζων δε κατόπιν αυτό διά της ρυπαράς του παλάμης.

Τον εχαιρέτησε με φιλικήν φαιδρότητα, απηύθυνε δε φιλοφρονήματά τινα και προς τον Μανώλην, όστις εις απάντησιν του ανέτρεψεν ένα ναργιλέν, περιπλακέντων των ποδών του εις το μαρκούτσι. Δεν ενόει άλλως και καλά καλά τι του έλεγεν αυτός ο άνθρωπος, όστις μετεχειρίζετο λέξεις μη συνειθιζομένας εις την Κρήτην.

Ο Σμυρνιός έσκυψε ν' ανεγείρη τον ναργιλέν, μειδιών και επαναλαμβάνων ότι δεν ήτο τίποτε· μετά δυσκολίας δ' εκράτησαν τον γέλωτα και οι άλλοι. Αλλά τον Μανώλην επροστάτευεν η παρουσία του πατρός του, όστις δεν ήτο εκ των ανεχομένων περιπαίγματα. Τους ευρισκομένους εις το καφενείον άλλως εκράτει εις συγκίνησιν μία μεγάλη είδησις.

Βία του εκπολιστικού ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους ιεραποστόλους.

Εκάπνιζεν ένα ναργιλέν το πρωί, είτα μόλις άφηνεν από την χείρα το μαρκούτσι, και πάραυτα ήναπτε το τσιγάρον, κυττάζων άμα το ωρολόγιόν του και εγειρόμενος ίνα απέλθη.