United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπρεπεν αφού καλαναρχήσω τον τελευταίον ειρμόν «Στέργειν μεν ημάς» με τον τελευταίον αυτού στίχον «η προαίρεσις δίδου» να φύγω από τον ψάλτην και να περιέλθω, με ανοικτόν το βιβλίον, ως δίσκον, όλα τα στασίδια, όλους τους ανθρώπους, και στεκόμενος εμπροστά των. εις την αράδα, να χαιρετίζω έναν-έναν, επαναλαμβάνων: «η προαίρεσις δίδου», τον τελευταίον του ειρμού στίχον, όπερ ισοδυναμεί «διά τον κόπον μας οπού καλαναρχούμεν όλον τον χρόνον . . . .» Και τότε κάθε ένας να μου ρίπτη εις το βιβλίον ό,τι προαιρείται, ό,τι ευχαριστείται.

Όπισθέν του ήτο ο Χίλων κροτών τους οδόντας εκ τρόμου, και επαναλαμβάνων: «Μη κάμης τούτο, αυθέντα, είναι ιέρεια και Εκείνος θα την εκδικήση . . Ο Βινίκιος ηγνόει τις ήτο αυτός ο Εκείνος, πλην ενόει ότι ήθελε πράξη ιεροσυλίαν και ησθάνετο άμετρον τρόμον.

Ο Σμυρνιός έσκυψε ν' ανεγείρη τον ναργιλέν, μειδιών και επαναλαμβάνων ότι δεν ήτο τίποτε· μετά δυσκολίας δ' εκράτησαν τον γέλωτα και οι άλλοι. Αλλά τον Μανώλην επροστάτευεν η παρουσία του πατρός του, όστις δεν ήτο εκ των ανεχομένων περιπαίγματα. Τους ευρισκομένους εις το καφενείον άλλως εκράτει εις συγκίνησιν μία μεγάλη είδησις.

Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια. — Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου.

Ο δε Μανώλης, αφού εδέχθη κάμποσα χαλίκια κατάστηθα, ηναγκάσθη να αποχωρήση και απεμακρύνθη επαναλαμβάνων την απειλήν του, ενώ οι βουκόλοι εκραύγαζαν κατόπιν του: — Κού-κου! Κού-κου, Πατούχα!

Ίσως και η εξακολουθούσα περιποίησις του ερημοκκλησίου, το οποίον ζώσα επεριποιείτο η Κουκκίτσα αλλά, μετά τον θάνατόν της, ήτο άγνωστος ο τόσον επιμελής και ευλαβής νεωκόρος, το οποίον εν τη απλότητί του διεφήμισεν ο παπά-Κονόμος, επαναλαμβάνων εις τους ενορίτας διά τα κανδηλάκια του τα καθαρά και τα λουλούδια του τα φρέσκα και λέγων: Μα ποιος τ' ανάπτει τα κανδηλάκια και φεγγοβολούν και ποιος φέρνει εις τον Άγι-Αντώνην τα ωραία λουλούδια και μοσχοβολούν.... Όλα αυτά εσχημάτισαν τον πυρήνα μιας φρικώδους φήμης.

Κ' ενώ η Κρατήρα θλιβερώς έβλεπε την χιόνα ελθούσα εις το παράθυρον συμμαζευμένη εις την φανέλλαν της την καθαράν, ο μπάρμπα-Σταύρος προσεπάθει να ενδυθή τα τραχέα της εργασίας του ενδύματα, συνεχώς επαναλαμβάνων μετά φαιδρότητος. — Άιντε τώρατον φούρνο, Κρατήρα! — Δεν είνε τίποτα, παρετήρησεν η Κρατήρα, τώρα σε 'λίγο θα λυώση. — Ναι, καρτέρ' να λυώση! απήντησεν ο μπάρμπα-Σταύρος.

Εκεί η οργή του κατεπραΰνθη, αλλ' εξηκολούθει επαναλαμβάνων καθ' εαυτόν τας σκληράς λέξεις της Φλουρούς, καθόσον δε τας επανελάμβανε, του εφαίνετο ότι δεν έχει όλως άδικον η υπηρέτριά του. Και ανελογίζετο την πρώτην διαβεβαίωσιν του Λιάκου, ότι ουδέποτε τον έλαβεν υπ' όψιν ως γαμβρόν, και τας υπεκφυγάς του Κ. Μητροφάνους. Και τώρα, ιδού, ο Λιάκος δεν επέστρεψεν εισέτι.

Άκου κτύπους στα Χανιά, άκου τση κεπά κοντά, είπεν ο Σαϊτονικολής, επαναλαμβάνων μίαν παροιμιώδη φράσιν. Όταν έφθασαν εις το χωριό, είχεν ήδη δύσει ο ήλιος και εμφανισθή η νέα σελήνη· αι δε γυναίκες ατενίζουσαι προς αυτήν, εσταυροκοπούντο και έλεγον: Προσκυνώ σε νιο φεγγάρι Κιαπού σέπεμπεν ομάδι.

Και επροχώρει προς την θύραν βαστάζων την επιστολήν ανοικτήν ακόμη και επαναλαμβάνων ως εν παραληρήματι: — Ποιος; Ποιος ήλθεν; Ότε εμβαίνει με χαράν η νύμφη του βαστάζουσα και αυτή την άρτι κομισθείσαν επιστολήν της ανοικτήν· ηκολούθει δε η γραία μητέρα της, χαζή από την εξαφνικήν χαράν της και παραπαίουσα ως από οίνου. — Καλώς τον δεχθήκαμε, κραυγάζουν και αι δύο συγχρόνως, καλώς τον δεχθήκαμε!