United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούδ' ήθελον παρενοχλήση τους αναγνώστας διά της διηγήσεως ταύτης αν δεν ενόμιζον αναγκαίαν αείποτε την λεπτομερή έρευναν των πρώτων εν τω κόσμω διαβημάτων του Αθανασίου Διάκου, ίνα ακριβώς εκτυπωθή και σαφώς προκύψη ο χαρακτήρ του ανδρός είτε καθ' ην στιγμήν ανεδέχθη να σώση εν Θερμοπύλαις την τιμήν της επαναστάσεως είτε καθ' ην ώραν εν μέσω απεριγράπτων περιφρονήσεων απεδέχετο μειδιών το φρικωδέστερον των μαρτυρίων.

Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί όμως προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν; Μήπως ταυτίζεις συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την αθηναϊκήν κοινωνίαν. — Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;

Μήπως θέλεις να περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών, — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν' αναιβούν ακόμη. — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της.

Πότε να έλθω; — Έλα αύριον βράδυ, είπε προθύμως ο Τρέκλας. Ο ξένος έπεσεν εκ νέου εις σύννοιαν και, αφού διελογίσθη επί πολύ, είπε·Γίνεται και μία άλλη χάρις; — Ποία; — Ειμπορείς να κάμης τρόπον να έμβω... εις το μοναστήρι; — Ειμπορώ, αν γείνης γυναίκα, είπε μειδιών ο Τρέκλας. Και ειμπορείς να γείνης εύκολα, δόξα σοι ο Θεός. Εις τα ρούχα μόνον είνε η διαφορά.

Ο Σμυρνιός έσκυψε ν' ανεγείρη τον ναργιλέν, μειδιών και επαναλαμβάνων ότι δεν ήτο τίποτε· μετά δυσκολίας δ' εκράτησαν τον γέλωτα και οι άλλοι. Αλλά τον Μανώλην επροστάτευεν η παρουσία του πατρός του, όστις δεν ήτο εκ των ανεχομένων περιπαίγματα. Τους ευρισκομένους εις το καφενείον άλλως εκράτει εις συγκίνησιν μία μεγάλη είδησις.

Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν; — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής! — Μα τι σκοπόν έχεις;

Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, σχεδόν φιλικώς: — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ' είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος. — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν. — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.

Πλην του κ. προξένου, παλαιού ημών φίλου, εύρομεν εις την αίθουσαν έν ανδρόγυνον, το οποίον μας επαρουσίασε μειδιών μετά τινος ειρωνείας ως τον πανοσιώτατον καπουκίνον Δομένικον Λαμαδόρον, ήτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην και την .... κυρίαν του. Τούτο δεν ήτο αστειότης.

Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος.

Δεν τους γνωρίζεις τους Συριανούς; Προτιμούν να αλληλοτρίβουν τους αγκώνας των εις την στενήν των πλατείαν. Μόνοι οι εκλεκτοί ευρίσκουν ευχαρίστησιν «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης». — Και τίνες ήσαν σήμερον οι «εκλεκτοί»; ηρώτησε μειδιών ο Κύριος Λιάκος. — Έπρεπε να είπω εις δυικόν αριθμόν, «τω εκλεκτώ». Και εγέλασεν ο Κ. Πλατέας διά την επιτυχίαν του αστεϊσμού του.