United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τέσσερες άπιστοι προδότες χλωμιάζουν, σαν ακούνε αυτά τα λόγια. Βλέπουν κι' όλα κρυμμένο τον Τριστάνο να τους παραμονεύη. «Μεγαλειότατε, λέει ο αυλάρχης, αν αλήθεια σε υπηρέτησα σ' όλη μου τη ζωή παράδωσέ μου την Ιζόλδη. Αναλαμβάνω γι' αυτή σα φύλακας και σαν Εγγυητής της». Αλλά, αλύγιστος, ο Βασιληάς πιάνει το Ντινάν από το χέρι κι' ορκίζεται στους αγίους πως θα τιμωρήση δίχως αναβολή.

Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το ελησμόνουν.

ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο. ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα; ΑΡΙΕΛ. Όχι.

Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην: — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ; — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.

ΚΕΝΤ. Ω Ληρ, πορφυρογεννημένε, εσύ, οπού σ' ετίμησα ως βασιλέα πάντα, κι' ως δούλος σ' υπηρέτησα, και σ' είχα ως πατέρα, εσύ, που προστάτην μουτην προσευχήν μου σ' είχα... ΛΗΡ Το τόξον μου ετέντωσα· τραβήξου απ' το βέλος! ΚΕΝΤ Ας πεταχθή καλλίτερα κι' ας έμβητην καρδιάν μου! Αφού ο Ληρ είναι τρελλός, ας είν' ο Κεντ αυθάδης!

Πολύν καιρό σε υπηρέτησα πιστά και τίμια, χωρίς κέρδος κανένα: ποιος φτωχός ή ποιος ορφανός ή ποια γρηά γυναίκα θα μούδινε μια πεντάρα για όλη την αυλαρχεία που κράτησα στη ζωή μου; Για αμοιβή, κάνε μου, Μεγαλειότατε, τη χάρι να λύπηθής τη Βασίλισσα. Θέλεις ζωντανή να την κάψης, χωρίς δίκη. Είναι άδικο πράγμα, αφού δεν αναγνωρίζει το έγκλημα για το οποίο την κατηγορείς.

Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, σχεδόν φιλικώς: — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ' είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος. — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν. — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.

ΚΑΙΣΑΡ. Τι σημαίνει τούτο; και τις είσαι συ ο τολμών ούτω να εμφανισθής ενώπιόν μου; ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ονομάζομαι Δερκέτας· υπηρέτησα δε τον Μάρκον Αντώνιον, όστις κάλλιον παντός άλλου ήτο άξιος πιστοτάτης υπηρεσίας. Ήτο δε κύριός μου εφ' όσον έζη και ωμίλει, και διήνυσα τον βίον πολεμών τους εχθρούς αυτού.

Αλλά ο Βασιλέας την εκράτησε από τη βελουδένια κάπα της και την ξανάβαλε να καθήση δίπλα του. — Περιμένετε λίγο, Ιζόλδη φίλη, νακούσωμε αυτές της τρέλλες ως το τέλος. Τρελλέ, τι δουλειά ξέρεις να κάνης; — Υπηρέτησα κόμητες και Βασιληάδες. — Αλήθεια, ξέρεις να κυνηγάς με σκυλλιά και με πουλιά;

Επί τέλους έγινα πολλάκις πετεινός, διότι μου αρέσει αυτή η ζωή, και αφού υπηρέτησα πολλούς βασιλείς και πτωχούς και πλουσίους, συζώ τώρα και μ' εσένα και γελώ μαζή σου• διότι σε ακούω καθ' εκάστην να παραπονήσαι και να κλαίγεσαι διά την πενίαν σου και να θαυμάζης τους πλουσίους, διότι δεν γνωρίζεις τι υποφέρουν και αυτοί.