United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο αυλάρχης κυττάζει με αγωνίαν το ωρολόγιον και μαδά τα γένεια του από την απελπισίαν. Το μάδημα όμως δεν ηδύνατο να εμποδίση τους δείκτας να τρέχουν και, εφ' όσον επλησίαζεν η ώρα, τόσον ηύξανεν η αταξία. Αύτη ήτο εις το κατακόρυφον και η αίθουσα του γεύματος ωμοίαζε κατάστρωμα πλοίου δερομένου υπό της τρικυμίας, όταν εισήλθεν ο ηγεμών με τους προσκαλεσμένους.

Ο δυστυχής αυλάρχης τρέχει να ριφθή εις τους πόδας του κράζων «Αμάνκαι ο πολυεύσπλαγχνος αυθέντης του, αφού διέταξε να τον ρίψουν εις την θάλασσαν διά να τον τρομάξη, ευδοκεί έπειτα, μετά αυστηράν νουθεσίαν, να τον συγχωρήση. Αυτά να μου παραστήσετε και να είνε όλα έτοιμα μετά μίαν ώραν».

Ο Βασιληάς είχε συχωρέσει τους προδότες, και καθώς ο αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν ηύρε μια μέρα σε κάποιο μακρυνό δάσος να πλανάται, άθλιο και ελεεινό, το νάνο καμπούρη, τον ξανάφερε στο Βασιληά, ο οποίος τον ελυπήθη και του συχώρεσε το σφάλμα του. Αλλά η καλωσύνη του δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να μεγαλώση το μίσος των βαρώνων.

Μερικές ημέρες αργότερα ο Δούκας Χοέλ, ο αυλάρχης του, και όλοι οι κυνηγοί του, ο Τριστάνος, η Ιζόλδη με τα λευκά χέρια κι' ο Καερδέν, εβγήκαν μαζύ από το παλάτι για να κυνηγήσουν στο δάσος. Σ' ένα στενό δρόμο, ο Τριστάνος κάλπαζε δίπλα στον Καερδέν που κρατούσε με το δεξί του χέρι τα χαλινάρια του αλόγου της Ιζόλδης με τα Λευκά χέρια. Λοιπόν, το άλογο σκόνταψε σ' ένα λάκκο νερό.

Τότε έκοψε το κεφάλι του τέρατος, τώφερε στον Βασιλέα, και ζήτησε την ωραία αμοιβή που είχε υποσχεθή. Ο Βασιλέας δεν πίστεψε καθόλου στο ανδραγάθημα. Μολαταύτα μη θέλοντας και να τον αδικήση έστειλε παραγγελία στους υποτελείς του να συναθροισθούν σε τρεις ημέρες στην αυλή του. Εκεί εμπρός στο συνέδριο των αρχόντων, ο αυλάρχης Αγκυγκεράν θάδινε αποδείξεις της νίκης του.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.

Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.

Οι ατμοί του οίνου ενωθέντες μετά των ατμών της φιλοδοξίας εκορύφωσαν την μέθην της ημετέρας ηρωίδος. Αν κατ' εκείνην την στιγμήν ενεφανίζετο ο αυλάρχης προσκαλών αυτήν να καθίση επί της κοπρανικής έδρας, ή ο υπηρέτης του Φίλιππου κράζων το «Μ έ μ ν η σ ο ά ν θ ρ ω π ο ς ω ν», ήθελεν αποκριθή εις αμφοτέρους ότι ήσαν ζώα.

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

Οι ιερείς ανεθεμάτιζον μεν ενίοτε τους μετερχομένους το τοιούτον εμπόριον, αλλά και εδέχοντο παρ’ αυτών χρυσοκεντήτους στολάς, πολύτιμα αρώματα, λιθοστολίστους σταυρούς και άλλα της βιομηχανίας των προϊόντα• κακαί δε τίνες γλώσσαι διεθρύλουν μάλιστα, ότι πολλοί των αξιωματικών της παπικής αυλής, εν οις και ο μέγας κ η ρ ι μ ο ν ά ρ ι ο ς, ήτοι Αυλάρχης, συνέδεον μυστικάς μετά των αρχιληστών σχέσεις, συντεινούσας εις πλουτισμόν και διακόσμησιν της Εκκλησίας.