United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβγήκαν προς καταδίωξιν αυτών μερικοί από τους πλησιέστερον ευρεθέντας εχθρούς άλλοι δε ηκολούθουν κατόπιν· οι δε εις Στείρι, βλέποντες ότι εκινδύνευονν περικυκλωθώσιν οι φέροντες τα ζώα, εξήλθον όλοι εις βοήθειαν και απαντήσαντες τους πρώτους των εχθρών, τους έτρεψαν εις φυγήν.

Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά. Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος.

Και το καράβι, λάμνοντας, 'ς το άραγμα το πήγαν. Έρριξαν και ταις άγκυραις· 'δέσαν τα πρυμοσχοίνια· Κ' εβγήκαν τότε και αυτοίτης θάλασσας την άκραν· Την εκατόμβην έβγαλαν τον μακροχτύπ' Απόλλων'. Βγήκ' απ' το θαλασσότρεχον καράβ' η Χρυσηίδα. Και τούτην ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς κατόπι, 'Πηγαίνοντάς τηντον βωμόν, την έθεσετα χέρια Τ' αγαπητού της του πατρός, και προς εκείνον είπεν·

Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν, του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν, κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380

Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ' έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου αγκαλιάσματα.

Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην.

Έπειτα εβγήκαν από αυτό και υπήγαν εις την μάνδραν, όπου ήτον περισσότερον από τριακόσια ελάφια. Η αδελφή της Μερχάνης τα έκαμεν ευθύς να λάβουν την φυσικήν τους μορφήν, με τον ίδιον τρόπον που είχε κάμει του Σειρμώγ. Και καθώς ελάβαιναν την μορφήν τους έπεφταν εις τους πόδας της ευεργέτιδός τους διά να την ευχαριστήσουν καθώς έπρεπεν.

Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδιααγνά ό,τι εύρουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά.

Αλλ' αυτός ενόμισε χρέος του να μη φωνάξη δυνατά, επειδή ήτο εν στολή. Έμεινε λοιπόν εις τον δρόμον. Εκεί ήρχισε να ψυχαλίζη· η ψυχάλα έγεινε μετ' ολίγον βροχή ραγδαία. Όταν επέρασεν η βροχή, εβγήκαν έξω τα παιδία της γειτονίας να παίξουν. Έν από αυτά είδε τον στρατιώτην και τον επήρε, και εφώναξε προς τους συντρόφους του: — Ελάτε να τον βάλωμεν να ταξειδεύση.

Αλλά το σχέδιον δεν επέτυχεν εντελώς διά την ανυπομονησίαν των κεκρυμμένων εις τα ερείπια. Ενώ οι εχθροί ήρχοντο εξαπλωμένοι κατά μήκος ως μία σειρά, καθώς ήτον επόμενον διά την στενότητα της οδού, μόλις εφάνη η εμπροσθοφυλακή, και οι εις το Τουρκοχώριον Έλληνες εβγήκαν από τας ενέδρας των.