United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα εις μερικάς ημέρας οι ναύται εξεφόρτωσαν τα μετάξια όλα και εφορτώσαμεν το καράβι από τους πολυτίμους θησαυρούς εκείνου του βασιλείου, ήγουν πολύν χρυσόν, πολυτίμους λίθους από πολυποίκιλα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά, όσα δηλαδή ηδύνατο να σηκώση το καράβι, τα δε επίλοιπα τα αφήσαμε διότι εάν ηθέλαμε να σηκώσωμε όλα τα πλούτη εκείνα, δεν έφθανον ούτε εκατόν καράβια.

Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, 'πουτα καράβια νίκησατην κρίσι των αρμάτων 545 του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. «Αίαντα Τελαμώνιετου 'πα γλυκομιλώνταςουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, 'πώχειςεμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, 'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, και την οργή σου δάμασετο στήθος το γενναίο».

Πενήντα θάταν τα γοργά καράβια που στην Τροία οδήγαε του Πηλέα ο γιος με λαμνοκόπους μέσα 170 από πενήντα αντρόκαρδους. Και κάνοντάς τους λόχους διόρισε πέντε οπλαρχηγούς που τα πιστά τους είχε. 171

Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα.

Και ο Γιώργης τ' Παναγιώτ' εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. «Τρία καράβια ήτανε, στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσσάτα του Νικοτσάρα και του Σταθά.

Σικελία, Κρήτη, Πελοπόννησο, μεγάλο μέρος της καθαυτό Ελλάδας, Δαλματία, Βορεινή Αφρική, όλες αυτές οι χώρες, λίγο πολύ ρημαχτήκανε. Φαίνεται πως τραβήχτηκε κ' η θάλασσα κάμποσο διάστημα πίσω, και μάζευε, λέει, ο κόσμος ψάρια στον πάτο της! Έπειτα ξαναγύρισε με τέτοιαν ορμή, που καράβια βρεθήκανε σε στέγες σπιτιώνε!

Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι «Λυκιώτες, τι έτσι τη σκληρή αναμελάτε μάχη; Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιας είμαι παλικάρι, 410 να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια. Μον όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει

την πόλι ανέβη, ερώτησε πού είν' ο Ιδομενέας, 190 ο σεβαστός του, ως έλεγε, και αγαπητός του ξένος· αλλ' ήσαν ήδη δέκ' αυγαίς ή ένδεκ' αφού κείνος είχε κινήσει με κυρτά καράβια προς την Τροία.

Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξείδι αντάμειψε την αγάπη μου. Έμεινα πλέον αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τον τιμήσω, ούτε να τον δουλέψω ημπόρεσα περισσότερο τον θείο μου. Αν είνε να δουλέψω ναύτης εσκέφθηκα, δόξα σοι ο Θεός βρίσκονται και άλλα καράβια.

Τότε εκείνος σηκώθη δάκρυα χύνοντας, σα βρύση βουρκωμένη που χύνει απ' αψηλό γκρεμό τα θολωπά νερά της· 15 έτσι δακριοστενάζοντας ναν τους μιλάει αρχίζει «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τριά θα την κουρσέψω, 20 και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να φύγω ντροπιασμένος κιάς έχασα τόσο λαό... μα φαίνεται πως έτσι το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει. 25 Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάζω· ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο