United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά, κ' εταξείδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος δεν κατώρθωσε να φθάση. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούναις και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο το σήμερον με μπάρκα.

Όλα τα καράβια που εταξείδευαν προς εκείνα τα μέρη, απέφευγον εκείνα τα κινδυνώδη νησιά, αλλ' ημείς εβιάσθημεν από τον άνεμον και η κακή μας τύχη μας έρριξεν εκεί χωρίς να καταλάβωμεν τον κίνδυνον πρωτύτερα· πλην ύστερον εξ ανάγκης έπρεπε να τον υποφέρωμεν.

Θενά δης καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιά τραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα.

Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα, έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ' αστέρια την καταδίκη μας.

Κι' όλες οι ράχες σάλεβαν της πηγοδότρας Ίδας, σαλέβανε όλοι οι πόδες της, το κάστρο, τα καράβια. 60 Τρόμαξε κάτου ο Πλούτονας, ο νεκραφέντης τ' Άδη, κι' εφτύς πηδάει απ' το θρονί και σκούζει, φοβισμένος τη γη μη σπάσει ο Ποσειδός, της γης απάνου ο σείστης, και σε θνητούς κι' αθάνατους φανεί η φριχτή φωλιά του, μούχλα και πίσσα, που οι θεοί μ' ανατριχιά τη βλέπουν. 65

Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ; — Ξέρω μια. — Για ν' ακούσω. — Δε στη λέω. — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή. — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.

Αφού λοιπόν ετελείωσα την περιήγησιν των νησίων, όντας με την αρμάδαν αραγμένην εις το πλέον μακρύτερον νησί, απεφάσισα με όλα μου τα καράβια να κάμω ένα ταξείδι προς τα μεσημβρινά μέρη του Ωκεανού, διά να ανακαλύψω και άλλα νησιά ή τόπους αγνώστους· την ερχομένην ημέραν εκάλεσα τον ναύαρχον, ήγουν τον επιστάτην της αρμάδας, και του έδωσα τοιαύτην προσταγήν, διά να ετοιμασθούν όλα τα καράβια να αναχωρήσωμεν· κατά την προσταγήν μου λοιπόν ευθύς ανεχωρήσαμεν.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραντα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».

Ναι, αφτός στα γοργοτάξιδα φιγουρωτά καράβια κάθεται αργός, τι χόλιασε του βασιλιά Αγαμέμνου· 230 μα να σου βγούμε εδώ 'μαστε σαν τέτιους που γυρέβεις πολλοί, όσους θες. Μον άρχιζε τη μάχη και τους χτύπους

Λοιπόν έτσι είταν έπειτα οι δυο θεοί να κάνουν· μα άναψε τότες στο τειχί τριγύρω ξεκουφάστρα 35 σφαγή, κι' αχούσε η ξυλική των πύργων απ' τους χτύπους. Κεραυνωμένοι οι Δαναοί απ' την οργή του Δία παράλυσαν, μες τ' αλαφριά καράβια στρυμωμένοι, λείψανα ομπρός στον Έχτορα, γερό σφαγής τεχνίτη.