United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάντα αμίλητος δεν προόδεψεν ούτε μια γραμμή σ' εξυπνάδα και κρίση. Κι' όλο έδειχνε να σκέπτεται και νάχει ομιλία μόνο με τον εαυτό του. Καμιά κίνηση στο σώμα και στο κεφάλι αυτό το άδειο από πνεύμα. Η φωτιά έσβυσεν από κει χωρίς ν' ανάψει. Ο Ρένας ξαναγύρισε πάλι στην πολιτεία και στο φως, γιατί του έκανε πολύ κακό το θέαμα του σκοτεινού κι' ακίνητου αυτού υπαξιωματικού.

Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον το οποίον έσβυσεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία. —Ποιος είνε κάσσα, βρε; Τα δύο παιδία ήσπαιρον και εδοκίμαζαν να φύγουν. —Μη φοβάστε, δε σας τρώω. Δόστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.

Εν τούτοις ουδόλως εξεπλάγην αποκαλύπτων ότι είχε γράψει αγγλικούς στίχους, διότι εγνώριζα την έκτασιν των γνώσεών του και την ιδιαιτέραν ηδονήν που ησθάνετο ν' αποκρύπτη αυτάς. Εν τούτοις ο τόπος από τον οποίον εχρονολογείτο το ποίημα αυτό με έκαμε να σκεφθώ. Αρχικώς είχε σημειώσει την λέξιν &Λονδίνον&, έπειτα όμως την έσβυσεν, αλλ' όχι τόσον, ώστε να μη διακρίνεται.

Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180 «και με πολλήν υπομονήτα μέγαρα σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη. ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα, αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185 και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει, ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεταιτην πόλι, ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις• πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος• και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου, 'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα• κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195 κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν. ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερετον τάφο• ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρετα δώματά μου και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη• αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200 με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων• αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα, αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».

Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν. Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον.