United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ τέλος πάντων μη υποφέροντας αυτά τα λόγια ώρμησα θυμωμένος εμπρός της, λέγοντας· ω τάφε, διατί δεν καταπίνεις τούτο το άλαλον και βρωμερόν ζώον που κείτεται εδώ, ή, διά να ειπώ καλύτερα, ω ουρανέ, διατί με ένα αστροπελέκι δεν κατακαίεις εδώ μέσα και αγαπητικόν και αγαπητικήν;

Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν.

«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδοςεμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφήτους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησετα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινετην λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη•τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασετο νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι•τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».

ΑΝΑΤ. Τι; απ' την αρχή να ντιαβάσης; να σ' αλατήσω να βρωμήσης, κοπόγλου κοπέκ, = τίποτα άνταμ. τίποτα.... άρατα τέματα, έγραφες... ούλα ανάποντα έγραψες.. =μπρε άνταμ εκείνο ιστέ έτζι γράφουνε; « Εντάτε κείτεται ντούλο του τεού » Χατζή Μουράτη, αραϊντζή, καϊσερλή, καλό » άντρωπο ήτανε, όποιος γλέπει μνήμα του να » λέη, τεός χωρέστο· πάει λέωντας εγώ έτζι είπα » να γράψης

ΡΩΜΑΙΟΣ Τον εαυτόν μου έχασα· δεν είμ' εδώ· Ρωμαίος δεν είν' αυτός που σου λαλεί· είναι αλλού εκείνος, ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ειπέ μου τώρα σοβαρά ποιαν αγαπάς; ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλεις; Ν' αναστενάξω και να ‘πώ; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ν' αναστενάξης; όχι· πλην σοβαρά, ποια είν' αυτή 'που αγαπάς, ειπέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ ‘Πέ σοβαρά τον ασθενή να κάμη διαθήκην! 'Σ ένα που κείτεται βαρυά, βαρύς ο λόγος είναι.