Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


«Τον εργαλειό μου με όλα τα σύνεργα του, ροδάνι, ανέμη, ρόκα, καθώς και το ασημένιο μου αδράχτι, αφίνω εις όποιαν από τας τρεις εγγονάς μου ημπορέση να υφάνη τακτικά και νοικοκυρίσια τρία δάκτυλα λεπτό βαμβακερό πανί, χωρίς ούτε μια φορά να κοπή η κλωστή.

Εκεί στο παραγώνι ακουμπησμένη, στα πετρωτά πρεβάζια της φωτογωνιάς η γριά, κατά τα μακρυνά νυχτέρια του χειμώνα, ξένει καμπουριασμένη πάνω στην ποδιά της τα μαλακά μαλλιά, που θα τα υφάνη η προκομμένη θυγατέρα της. Από ώρα σε ώρα ξεθαλίζοντας τη θράκα στη γωνιά, λογιάζει μέσα της, σε ξύπνια ονείρατα, τη μαγική την τύχη της καλής της.

Αφότου είχε γεννηθή, έβλεπεαυτόν καθισμένην την μάμμην της και τώρα τα 'ματάκια της εγέμισαν δάκρυα. Έβγαλε το μανδήλι της, πριν αρχίση, και τα εσπόγγισεν· έπειτα επροσπάθησε να ενθυμηθή ένα ένα όλα όσα της είχε παραγγείλει η μάμμη της, όταν για μια φορά, για πρώτη φορά την είχε βάλει να υφάνη και ήρχισε δειλά, δειλά να κινή την σαΐταν. . .

Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός.

Αυτά 'πε, και ανεχώρησετα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίσητο θρονί,—κ' ήσαν πολλάτο σπίτιαλλάτου τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινετο βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινετο σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».

Κι' αν πάψω εγώ τον αργαλειό, κι' αν πάψω το τραγούδι, Ποιος θα μου υφάνη τα προικιά και τα μεταξωτά μου; — Εγώ θα βάλω γλήγορα υφάντραις να τα υφάνονν. Εγώ θα στείλω προξενιά, γυναίκα να σε πάρω. Του παλατιού βασίλισσα, κυρά μου να σε κάμω. — Του ποιου ν' το συμπεθεριακό, του ποιου 'ν' αυτό το ψίκι Που κατεβαίνει απ' τα βουνά πεζούρα και καββάλλα Με τα ψιλά τα φλάμπουρα, με τα διπλά παιγνίδια.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν