Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρα — να δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.
Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύση προς τον πατέρα της να γίνη ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κ' επροσπάθησε να τον παρηγορήση, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνη ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της. — Δε θέλω γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανώλης.
Κι' έχω μες στ' ομορφόχτιστο παλάτι μου τρεις κόρες, τη Λαοδίκη, Ιφιάνασσα, και τη Χρυσόθεμή μου, 145 κι' όπια τους θέλει, ανέδωρη την παίρνει στου Πηλέα τον πύργο· εγώ όμως και προικιά πολλά θα την προικίσω, τόσα που ως τώρα κόρης του κανείς δεν έδωκε άλλος.
Σύρε και τη μεγάλη κασσέλα από κάτω απ' το κρεββάτι, να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξωμε πριν φύγωμε, ν' αλλάξωμε και τις λεβάντες για το σκόρο... Η μεγάλη κασσέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλλες και κεντήματα ξακουστά σ' όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα. ... Φύγανε κ' ήρθανε στην Αθήνα. Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.
Κ' επιάσθηκε η κατάρα, κ' ήρθε η λυγερή Με ξανοιγμένους κόρφους, μ' απλωτά μαλλιά, Κι' ολοβροντά την πόρτα σαν θεότρελλη. Τ' αρρώστου η μάν' ανοίγει· κ' η θεότρελλη 'Στήν αγκαλιά του πέφτει και φιλεί και κλαίει. Έγειανε ο νηός, κ' η κόρη πήρε πληρωμή Καθάριο δαχτυλίδι κι' όλο μάλαμμα. Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΑ ΚΙ' Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ κ. Γ. Δροσίνη. Μια λυγερή 'ς τον αργαλειό υφαίνει τα προικιά της.
Όμως παρήρχοντο τα έτη και ο κυρ-Δημάκης δεν έκρινε καλόν ν' αποκαλύψη το μυστικόν των. — Θα σας πω εγώ πότες. Επανελάμβανε πάντοτε. Η ωραία Ματώ, φιλοτεχνούσα τα προικιά της τας νύκτας του χειμώνος, παρά την εστίαν, ηρώτα πολλάκις την μητέρα της. — Θα μας πη ο κυρ-Δημάκης, πλαδίτσα μου, θα μας πη, κοτίτσα μου. Έχει τα δέκατα τώρα. Δεν αδειάζει· έχει δουλειές! Απήντα η γραία, καθησυχάζουσα αυτήν.
Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της. Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ' ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των αναισθήτων στοιχείων.
Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.
Τρεις χρόνους γράφαν τα προικιά και τρεις τ' απανοπρίκια, Και τρεις οπού συντάζονταν κ' εκάλναγαν τον κόσμο. Πάν' τα παιγνίδια από μπροστά τα βλάμπουρ' από 'πίσω. Κι' αράδι' αράδ' από κοντά πάνουν οι συμπεθέροι. Και μέσ' 'ςτό ψίκι ανάμεσα πάν' ο γαμπρός κ' η νύφη, Καββάλλα 'ς άλογα ψαριά και χρυσοσελλωμένα.
Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τηνε δη και να τη μακαρίση, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν