Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια — τι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα.
Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».
Τότε ο Λειώδης πρόφθασε να πιάση του Οδυσσέα 310 τα γόνατα και ικέτευε με λόγια πτερωμένα· Α! σ' εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Οδυσσέα· άνομον έργον απ' εμέ δεν γνώρισε ουδέ λόγον άκουσε 'ς το παλάτι σου των γυναικών καμμία· και απ' τ' άσχημ' έργα εμπόδιζα τους άλλους τους μνηστήραις, 315 αλλά 'ς εμέ δεν πείθονταν απ' τα κακά ν' απέχουν. κ' ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ανομήματά των. μ' είχαν ιερογνώστην τους, και όμως, αν κ' είμαι αθώος, κ' εγώ θα πέσ', ώστε η καλαίς πράξες δεν έχουν χάρι».
Και αν ακόμη έβλεπες την παιδίσκην εκείνην υπό την μάχαιραν του δημίου, ή εις το στόμα του λέοντος, έχε πίστιν ακόμη, διότι ο Χριστός δύναται να την σώση. Έχε πίστιν και ικέτευε αυτόν, και εγώ θα τον ικετεύσω μαζί σου. Ο Βινίκιος αφήκε τον Απόστολον και επέστρεψεν εις την Μαμερτίνην ειρκτήν.
Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου! Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω.
Αλλά και απέθανε κατά τρόπον εξαιρετικόν• διότι τον μεν Έκτορα εφόνευσεν ο Αχιλλεύς, είς ένα, και τον Αχιλλέα ο Πάρις, τον δε παράσιτον εφόνευσεν ένας θεός και δύο άνθρωποι . Και κατά τας τελευταίας του στιγμάς δεν εξέπεμψε κραυγάς, όπως ο γενναιότατος Έκτωρ, ο οποίος επρόσπεσεν εις τον Αχιλλέα και τον ικέτευε ν' αποδώση τον νεκρόν του εις τους οικείους του, αλλ' ωμίλησεν ως εμπρέπει εις ένα παράσιτον.
Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινε μεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί του πώς έπρεπε να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής, περίκαυστος και έχων ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμως δεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες, οίτινες ονομάζονται Θανατούσια.
— Δεν μπορώ να φανταστώ το παιδί χωρίς τα σγουρά μαλλιά του, έλεγε. Τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του ψιθύριζε, του μιλούσε, τον ικέτευε. Μα ο Σβεν δεν μπορούσε να πειστή. Παρακαλούσε τόσο κ' είτανε τόσο συγκινητικός, που τέλος κατώρθωσε να του γίνη το θέλημα. Ήρθε μέσα στην κάμαρά μου με το κόκκινο καπελάκι του, με το άσπρο φόρεμα κυματιστό γύρω στις μικρές γαμπίτσες.
Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύση προς τον πατέρα της να γίνη ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κ' επροσπάθησε να τον παρηγορήση, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνη ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της. — Δε θέλω γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανώλης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν