United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μπορώ να φανταστώ το παιδί χωρίς τα σγουρά μαλλιά του, έλεγε. Τον έπαιρνε στην αγκαλιά της, του ψιθύριζε, του μιλούσε, τον ικέτευε. Μα ο Σβεν δεν μπορούσε να πειστή. Παρακαλούσε τόσο κ' είτανε τόσο συγκινητικός, που τέλος κατώρθωσε να του γίνη το θέλημα. Ήρθε μέσα στην κάμαρά μου με το κόκκινο καπελάκι του, με το άσπρο φόρεμα κυματιστό γύρω στις μικρές γαμπίτσες.

Ο άλλος είναι ένα παιδί με σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει τα λευκό μάρμαρο με τα παχουλά χεράκια του. Ο γέρος ανιστορεί το παραμύθι του φιλοσόφου. Μέσα στον ψηλό πύργο καθότανε ένας γέρος φιλόσοφος. Ο γέρος φιλόσοφος κοιμάται τώρα κάτω απ' το λευκό μάρμαρο. Κι' ο πύργος από τότε έμεινε έρημος.

Κ' έλεγε τα λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ' έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω.

Λοιπόν δε θα σταθείς μπροστά στο βασιλιά Μενέλα; Θάβλεπες τίνου αντρός βαστάς τη λυγερή γυναίκα... Δε θα φελούσε η λύρα σου και της θεάς τα δώρα, τα κάλλη αφτά και τα σγουρά, σα σ' έστρωνε στο χώμα. 55 Έχε όμως χάρη π' άκακα τάχουν τα σπλάχνα οι Τρώες· αλλιώς, θα σε ξεπάστρεβαν με τα λιθάρια ως τώρα, για να ξοφλήσουν τους καημούς που τόσους σου χρωστάνε

Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.

Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.

Εδώ όμως δε συφωνούσαν, επειδή άλλοι τον ήθελαν άσκημο για να φαίνεται πως έπαθε στον κόσμο, κι άλλοι θεόμορφο καθώς παράσταιναν τους Ολύμπιους. Στην εποχή του Κωσταντίνου ο παραδεγμένος τύπος είταν πρόσωπο συλλογισμένο, ωραία μάτια, σγουρά μαλλιά, μαύρα γένεια.

Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κ' αισθαντικά στο παραμικρό άγγιγμα έκαναν το μέρος κήπον ονειροφάνταστον.

Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της.