Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Μίαν ημέραν περιδιαβάζοντας εις τον τόπον οπού ετρέφοντο τα ζώα του, εις τον οποίον ήσαν δεμένα εις ένα παχνί ένας γάιδαρος και ένα βόιδι, ήκουσε να ομιλούν αναμεταξύ των αυτά τα δύο ζώα, και το βόιδι εκαλοτύχιζε τον γάιδαρον διά την ανάπαυσιν που είχε, λέγοντάς του· επαινώ και ζηλεύω την καλήν σου τύχην, που στέκεις πάντοτε εις ανάπαυσιν, τρώγοντας και πίνοντας και περιδιαβάζοντας εις τα λιβάδια, εκτός από ολίγον κόπον που κάμνεις, να βαστάς τον αυθέντην μας από το σπίτι έως το χωράφι, και από το χωράφι πάλιν εις το σπίτι.
Αφτούς γιατροί με τα πολλά βοτάνια τους κοιτάζουν και τους γιατρέβουν τις πληγές. Μα εσύ καρδιά δεν έχεις! Σαν τέτιο πάθος που βαστάς πεισματικά στα στήθια 30 θεός να σώζει, ω της κακής της ώρας παλικάρι!
Μη γελαστής και μου κρυφτής για να μη με πικράνης· Το νιόθω, κι' υστερώτερα χειρότερα με κάνεις. Φανέροσέ μου πώς περνάς, πως ζιής στο χωρισμό μου· Κι' αν η καρδιά σου βάσανο φτουράει σαν το δικό μου. Αν πης, βαστάς μ' υπομονή, αν πης, πως δε χολιάζεις, Πως άλλο γι' άλλο μου μηνάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις.
Απεκρίθην φράσεις τινάς εκ των τετριμμένων, περί βωμού της πατρίδος, περί τελευταίας σταγόνος του αίματός μου, και τα παρόμοια. Λόγια! λόγια! Αλλά καίτοι φέρων στολήν αξιωματικού, ήμην διδάκτωρ του Πανεπιστημίου, και δικηγόρος μάλιστα — έστω και άνευ πελατών. Ο αρχηγός με άφησε να τελειώσω το λογύδριόν μου. — Βαστάς 'ς τα πόδια; με ηρώτησεν, αφού ετελείωσα.
— Το δικό σου θα το βρης στη μάντρα. Τώχω αφητό απού την άλλη βολά που πήα στον Αμαλό, εδά και δέκα μέρες. Εσείς με γελάτε, είπα με δυσπιστία, κυτάζοντας πότε το Βασίλη, πότε τη μάνα μου. — Γιάειντα να σε γελάσουμε; είπε ο Βασίλης. Για να πας στον Αμαλό; Σα δε θες, μη 'ρθής. Μα σα θες να βαστάς τουφέκι, να το δικό μου. — Εγώ να το βαστώ;
ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Γιλβέρτε, τον κόσμο τον μεταχειρίζεσαι σαν να ήταν κανένα τόπι κρυστάλλινο. Το βαστάς στο χέρι σου και το αναποδογυρίζεις για να κάνης το γούστο μιας πεισματάρας φαντασίας. Δεν κάνεις τίποτ' άλλο παρά ν' αντιγράφης την ιστορία. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Ένα χρέος που έχουμε στην ιστορία είναι να την αντιγράψουμε.
Καμμιά άλλη δεν απόχτησε ποτέ τα μούτζουνά σου· Τάχα οι αγγέλοι του ουρανού ομιάζουν τσ' αφεντιά σου; Μόνε αν έχεις ωμορφιά με κάλλη και με χάρι. Να μη τραβάς περήφανη παραπολύ καμάρι. Έχεμε στην αγάπη σου σα δούλον εδικό σου· Νου και καρδιά και γνώσι μου βαστάς στον ορισμό σου. Εσύ να δείχνης απονιά καθόλου δε σου πρέπει, Γιατί δε στέργει ο Έρωτας σκληρόκαρδαις να βλέπη.
Και πια άμα με τους αρχηγούς τ' ασκέρι ο Αχιλέας καλά 'στησε και χώρισε, τότες σφιχτό 'πε λόγο «Παιδιά, κανείς μη μου ξεχνάει τι λόγια για τους Τρώες 200 εδώ παχιά μού κόβατε, και τα παράπονά σας στιγμή δεν πάβατε όλοι σας σαν είμουν θυμωμένος 'Έρμε αρχηγέ, έτσι για θυμούς σ' έκανε εσένα η μάννα, που, άκαρδε, τα παιδιά βαστάς με το στανιό απ' τη μάχη.
Μην είσαι λαίμαργη! Να έφτασε ο παπάς να μας βλογήση το τραπέζι. Γιατί, ψυχούλα μ', να φας αβλόγητο φαγί, αφού μπορείς να καρτερέσης λίγο ακόμα, και να το φας βλογημένο! — Δεν μπορώ, βάβω μ', να βαστάξω πλειότερο! — Περίμενε και λίγο ακόμα! Σαράντα μέρες βάσταξες και μια στιγμή δε βαστάς; Ο παπάς σε λίγο θα είναι εδώ!
Κι' ο Έχτορας τον αδερφό σαν είδε που κρατώντας στα χέρια τ' άντερα έγερνε να πέσει, εφτύς σα ζάλη 420 τα μάτια του συγνέφιασε, και πια απ' τη μάχη αλάργα δεν τον βαστάς ν' αργογυρνάει, μον το βαρύ κοντάρι σιώντας στον Αχιλέα ομπρός, χοιμάει θαρρείς σα φλόγα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν