Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Το νερό αυτό διαβαίνει, 195 Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε. Οχ κι εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μας σκιάζης· 200 Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Άλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. 205 Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται.

Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200

Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω, σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα, ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία· τι γνώμη αγνήτην φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη! πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195 και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση, και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη. εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη, 'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200 θα 'ναιτον κόσμο, και άφησετων θηλυκών το γένος φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».

Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι και τους βυθίζειςάμετρη φρικτή ταλαιπωρία. ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 μ' όμοια ράκη επάνω τουτον κόσμο παραδέρνει, αν είναι ακόμητην ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις να επιστατήσω μ' έβαλετην γη των Κεφαλλήνων· 210 γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, 'που το παιδίτο σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225

Και ναν το πει η γοργή Ίριδα πηγαίνει στους ανέμους, σαν άκουσε τις προσεφκές. Αφτοί μες στου Ζεφύρου 200 χαροκοπούσαν κι' έτρωγαν τότ' όλοι μαζεμένοι· κι' ίσια να! η άφταστη Ίριδα προβάλνει εφτύς τρεχάτη μπροστά στην πέτρινη μπασιά. Κι' άξαφνα σαν την είδαν, πετιούνται, όλοι όρθιοι, κι' ο καθείς την έκραζε κοντά του.

Συνίστατο δε τούτο εξ ονοματικού κεφαλαίου 2 εκατομμυρίων Λ. Σ., διηρημένου εις 200,000 ομολογιών 100 Λ. εκάστης. Αι ομολογίαι αύται εξεδίδοντο προς 55 1/2 της ονοματικής αυτών αξίας, απέφερον δηλαδή 1,100,000 Λ. καθαρών. Αλλ' εκ του ποσού τούτου, κατά το συμβόλαιον το υπογραφέν την 7ην Φεβρουαρίου 1825, εκρατούντο υπό των εκδόντων τραπεζιτών.

Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους

Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190 να στάξητην γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε• Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195 ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος• ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200

Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαντο σιάδι• και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαντο υπέρλαμπρον αμάξι, 190 τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με εδώ, μήπωςτο σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».

Είπε, και λύθηκε η γιριά στα κλάματα και τούπε 200 «Ωχού, κι' η γνώση σου μαθές τι γένηκε, που ως τώρα στα ξένα και στην Τροία εδώ σε διαλαλούσαν όλοι; Πώς θες να σύρεις στων οχτρών ως στα καράβια μόνος, και ν' αγνατέψεις το θεριό που τόσους κι' αντριωμένους σούσφαξε γιους σου; Σίδερο μαθέ η καρδιά σου θάναι. 205 Τι α θε σε πιάσει και σε δει μπροστά του αφτός ο σκύλος, ο σαρκοφάγος κι' άπιστος, σπλαχνιά δε θα σου δείξει, δε θα ντραπεί τα χρόνια σου.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν