United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Α! Εσύ 'σαι λοχεμμένε! είπε η Μαλαμμώγιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν, και είδον τα εντός.

Πλησίασα στην εξώπορτα και σιγά σιγά είπα τόνομά της: — Βαγγελιό! Βαγγελιό! Το μαύρο σχήμα, που φαινόταν κάτω από την πορτοκαλιά, κινήθηκε ζωηρά: — Γιωργιό!.., Εσύ σαι, Γιωργιό μου; είπεν η φωνή της. Έτρεξα μέσα κέπεσα στην αγκάλη της. Αλλ' αυτή με ταδύνατα χέρια της, που τα αισθανόμουν να τρέμουν, με κράτησε σαπόσταση και μέβαλε να καθήσω σένα σκαμνί δίπλα της.

Και το πρόσωπό της ήτο ωχρό, σχεδόν σαν κέρινο, κείχε σοβαρή γαλήνη αγίας. Ποτέ δεν την είχα δη έτσι. — Δεν κάνει.... εξακολούθησε, δεν ταιριάζει να μαγαπάς... σα μεγάλος, γιατί 'σαι πολύ μικιός για μένα! Εγώ 'μαι μεγάλη... Κοντεύγω να... γεράσω. Κιωςτε να γενής εσύ άντρας σωστός, εγώ θάμαι... Το στήθος της ανασειόταν από λυγμούς, που δεν τους άφηνε να ξεσπάσουν.

Υ παπάς απ' μ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε ναρθή, γιατ' είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστε πουλλοί, για να βγάλη τουν κόπου τ', ας πούμε. Υ παπάς απ' τουν Άι-Γιάννη τσ' Τρεις Ιεράρχοι, ο άλλους είνε φημέριους, γιατί τουν παπ' Αγγελή, πούταν απ' όξου, μας τούνε 'πήρις. Κουντέψαμι ν' απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι 'σαί ποιά εκκλησιά θελά-πάτι ν' αναστήσητε.

Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. και ο διογενής Απόλλωνας είπε προς τον Ερμεία• «Ω μηνυτή διογέννητε, αγαθοδότη Ερμεία, 335τα δυνατά δεν θα 'στεργες δεσμά σφιγμένος να 'σαι, 'ς την κλίνην αν με την χρυσή κοιμώσουν Αφροδίτη

Εσύ στιγμή να λείψης Μαραίνεται όλη η φύση. Νεκρόνει πάσα χτίση Το παν διαλίεται, σβίει. Το δυνατό σου χέρι Νομοθετάει, μορφόνει, Τον κόσμον εμψυχόνει, Κινεί και κυβερνάει. Εσύ 'σαι που λαμπρύνεις Των Ουρανών τους θόλους Με τους αχτινοβόλους Αστέρες φωτεινούς. Της θάλασσας τα βάθη Μακριά οχ τ εσέ δε μνίσκουν, Και η στερριαίς ευρίσκουν Ζωής αναπνοή.

ΑΓΓΕΛΟΣ Τάχα μπορώ από σας να μάθω, ξένοι πού ’ναι του Οιδίποδος εδώ του βασιλέως τ’ ανάκτορα, ή πού βρίσκεται αυτός ο άναξ; ΧΟΡΟΣ Εδώ είναι το παλάτι του και μέσα μένει° ιδού κ’ η άνασσα και μάνα των παιδιών του. ΑΓΓΕΛΟΣ Ευτυχισμένη σ’ ευτυχείς, άννασσα να ’σαι, που είσαι τέλεια σύζυγος του βασιλέως, αφού μητέρα εγίνηκες παιδιών δικών του.

Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο. — Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη. — Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη. Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου.

Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς ημπορώ, που έλαβα σημάδια τόσα, το γένος μου αφανέρωτο ν’ αφήσω πλέον; ΙΟΚΑΣΤΗ Μη για τη χάρι των θεών° εάν φροντίζης κάπως για μένα, μη ζητάς ν’ αποκαλύψης αυτά. Δεν είναι ολίγη μου η δυστυχία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Θάρρος, Κι αν απ’ τη μάνα μου φανώ πως είμαι σκλάβος, εσύ για μένανε καλή θενά ’σαι. ΙΟΚΑΣΤΗ Αλλ’ άκου με, παρακαλώ, και μην το κάμης.