Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Στο διάστημα τούτο ρώτησε συχνά τη μητέρα της για την κατάστασή μου, αλλά δεν είπε τίποτε για τη σκηνή που της έκαμε η μάνα μου. Μια μέρα όμως έδειξε απροσδόκητη καλλιτέρεψη. Μπόρεσε μάλιστα να βγη και να καθήση στην αυλή. Η μητέρα της είχε πάει έξω κιόταν γύρισε και την είδε, νόμισε πως έβλεπε νεκρανάσταση. — Καλά 'σαι σήμερο; αι, κανακαρά μου;

Αλλ' όλας αυτάς τας συμφοράς επρόλαβε μία γνωστή φωνή: — Επαδά 'σαι, παιδί μου Πηγιό; — Η μάνα μου! ... είπεν ο Μανώλης, απομακρυνόμενος από τον αργαλειόν. — Η ντροπή! εψιθύρισε και η Πηγή εξερχομένη από τον πατητηρρόλακκον κατασκονισμένη, με τα ενδύματα και την κόμην εις αταξίαν.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Διατί, Λαέρτη, τόσο γιγαντώδες σχήμα η ανταρσία σου επήρεν; — Άφησε να κάμη, Γελτρούδη, και διά μας μη φοβηθής· η Χάρις τόσο φρουρεί τους βασιλείς, 'πού η προδοσία μόνον από μακράν προσβλέπειτον σκοπόν της και δεν τον εκτελεί. — Λαέρτη, τώρα ειπέ μου, διατί 'σαι τόσο θυμωμένος; — Συ, Γελτρούδη, άφησε τον να κάμη. — Άνθρωπε, δεν λέγεις; ΛΑΕΡΤΗΣ Ο πατέρας μου πού 'ναι;

Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα!

Φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίνε, οι απόγονοι να σε καλολογήσουν». 200

Τότ' απαντά ο Αντίλοχος, ο γνωστικός λεβέντης «Συμπάθα, τι είμαι εγώ πιο νιός, αφέντη μου Μενέλα, μα εσύ είσαι γεροντότερος και πιό 'σαι ανότερός μου. Ξέρεις πώς σφάλλουν πάντα οι νιοι και πώς παραστρατούνε, τι ο νους τους αφαρπάζεται, ρηχιά τους είναι η σκέψη. 590 Για αφτό μη με συνεριστείς.

Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι, κ’ εγώ για τ’ άλλα ημεροσκόπου πιστό μάτι θε να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.

Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, 220 π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. 221 Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, 224 και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. 225 Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, και μες στ' ανάστα της σφαγής.

Ξανατράβηξε το σκούφο από το κεφάλι του και άρχισε να τον χτυπάει στο πρόσωπό της, τρελός από απελπισία. «Α, καταραμένη να ’σαι….. α, που να σε δω κρεμασμένη…. α, τι έκανες

Πη- γαίνετε, ετοιμασθήτε. ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν, Κύριέ μου, ο Βασιλέας θα παρευρεθή εις αυτήν την παράστασιν; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και η Βασίλισσα ακόμη, και αμέσως τώρα. ΑΜΛΕΤΟΣ Οράτιε, Οράτιε! Εισέρχεται ΟΡΑΤΙΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ Εις τους ορισμούς σου, γλυκέ μου Κύριε. ΑΜΛΕΤΟΣ Οράτιε, συ 'σαι ο δικαιότερος απ' όσους ανθρώπους έτυχε ποτέ μου να γνωρίσω. ΟΡΑΤΙΟΣ Α! Κύριέ μου αγαπητέ, —

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν