United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Κι' απ' το Βουπράσι οι Αχαιοί κατά την Πύλο τότες 760 λαλούσαν πίσω τ' άλογα, δοξολογώντας όλοι το γιο του Κρόνου απ' τους θεούς, το Νέστορα απ' τους άντρες. Έτσι είμουν, νιος κι' αν είμουνα! Μα απ' τ' Αχιλιά τη νιότη ψυχή στον κόσμο δε θα δει σταλιά καλό. Μα ας είναι! μετανιωμένος και πικρά θα κλάψει σα χαθούμε.

Ο νιος ψαράς που διάβαινε στην άκρη από την λίμνη Βλέποντας γόνατο λαμπρό, ζωγραφισμένο πόδι, Μεθάει, χωρίς να πιη κρασί κι' από τον νουν του βγαίνει. Όσες βολές κινάω ν' αρθώ Βουνό, να σε απολάψω, — Βουνό, που μες' 'ς τ' ανέγνωρα Και μυστικά σου βάθια, Πώς μου εμεταμορφώθηκες και μώγινες αγάπη Κρυφοθιομαίνομαι κι' εγώ Και μ' αγνωμιά απομνέσκωΌσες βολές κινάω ν' αρθώ.

ΑΣΤ. Τριάντα χρόνους τώρα κλειώ, το φετεινό το θέρος, μη γλέπεις τα άσπρα μου μαλιά και τα άσπρα μου τα γένεια, η πίκραις μου τ' ασπρίσανε· και των πολέμων γ' έννοια, μα γώ για την αγάπη σου κυρά μ' τα κολορίρω , με τζη βαμμίναις τρίχαις μου σα νιος σε φαβορίρω . ΚΑΝ. Δεν κάμω έρωτα; ποτέ μου κύρ λελέγκο.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Άιστε να μου το φέρετε, μορές, να το δω, έκραξε μια φορά, ξαναγεννημένος, άλλος άνθρωπος, νιος, παλληκάρι, ο κακόμοιρος πατέρας.

Κι' ο νιος βοσκός χαρούμενος Φυσσόντας τη φλογέρα, Γιομόζει τον αγέρα, Με τραγουδιών φωναίς. Κάθε ψυχή ευφραίνεται, Την άνοιξι γιορτάζει· Ο Θύρσης σκυθρωπάζει Στη γενική χαρά. Ωραία Δάφνη πρόβαλε Να την αποστολίσης, Και τότες είναι ο Θύρσης, Ο πλέον ευτυχής. Έρωτά μου παιγνιδιάρη, Να μου κάμης κάπια χάρι Σου ζητώ ξεχωριστή· Την αγάπη που λατρεύω Οχ τ εσένα τη γυρεύω Σ' ένα, απ' όλαις χωριστή.

Σαν το ζαρκάδι ο νιος βοσκός ξετρέχει την κοπή του· Σουρίζει, σαλαγάει «όι, όι» και τήνε ροβολάει Από τα πλάγια στο μαντρί, στην στρούγγα για ν' αρμέξη. Από στεφάνι, από γκρεμόν, από ραϊδιό και λόγγο Και του γιδάρη η σαλαγή στριγγιά στριγγιά γροικιέται Τ' ανάποδο κοπάδι του «τσαπ, τσαπ! έι, έι» βαρώντας. Κι' αχολογούν βελάσματα κι' αχολογούν κουδούνια.

Όμως πάρα πολύ ψηλοί οι βράχοι εκεί υψωνόταν, Το ρέμμα του Ασπροπόταμου ήτον πολύ βαθύ, Κ' ούτε θεμέλιο μπόρειε εκεί ποτέ να στεριωθή, Ό,τ' έχτιζαν ολημερής την νύχτα εκρεμνιζόταν, Θλίβετ' ο νιος.

Συχνά μέσ' 'ς το ηλιοστάλαμμα και μέσ' 'ς το μεσημέρι, Κι' όταν κοιμούνται τα νερά, και βγαίνουν η Νεράιδες Και συγκρατιούνται σε χορούς, τέτοια τραγούδια λέγουν. Όταν ισκιώνουν τα ζερβά και πέφτουν τα λιοπύρια, Και ροβολούν βελάζονταςτες μάντρες τα κοπάδια, Σουρίζοντάς τα ο νιος βοσκός, τέτοια τραγούδια λέγει.