United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' οι οχτροί της ακόμαόχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη. Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα.

Την πήρε από το χέρι ο νιος την ώμορφη την κόρη Και να, σε δαύτη τη σπηλιά, στο μονοπάτι δίπλα, Νυφούλα δίχως γάμου ευκές και βλογητό στεφάνι. Με τα φιλιά την έσυρε με χάιδια ο ψωμοπάτης. Χλόη δροσερή από τα βαρκά, μυρτιές από το ρέμα, Πεύκα του λόγγου ευωδερά, λουλουδιασμένες δάφνες Κι αρείκη του βουνού απαλή και νιόβγαλτο θυμάρι Έκοψε κ' έστρωσε ο βοσκός κ' έγειρ' εκεί την κόρη.

Και μη βρίσκοντας τίποτα φαγώσιμο στην αμμουδιά, επήγαν τα πιο ζωηρά κοντά στο καΐκι και κατάφαγαν τη χλωρή λιγαριά, που με δαύτη ήτανε δεμένο. Ήτανε και λίγη φουσκοθαλασσιά, επειδή είχε σηκωθή άνεμος από τα βουνά. Κ' έτσι, όντας λυμένο το καΐκι, γλήγορα το συνεπήρεν η κυματοσυρμή και τόφερεν ανοιχτά στο πέλαγο.

Η μικρή της μπήκε ο Οξαποδώ μέσα της, τα υστερικά που τα λέτε εσείς οι γιατροί. Πάει και δαύτη. Κοντά σ' αυτέςθεός σχωρέσ' τιςπήγε άδικα και μιαν άλλη ψυχή. Εγώ την πήρα στο λαιμό μου. Εγώ ... ΜΙΣΤΡΑΣΠάει να πη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαρτερούσε κι' αυτή η άμοιρη να παντρέψω τις αδερφάδες μου να τηνέ πάρω. Καρτέρεψε μια ζωή. Μαράζωσε κ' εκείνη και πάει. Αυτά που λες, εξοχώτατε.

Τέλος μου δίνει μια και με ξαπλώνει τ' ανάσκελα στο κουτρούλι. Κ' έκαμα ώρα για να σηκωθώ από κει!... Τι μου λες τώρα του λόγου σου; — Ε! δε λέω πως είμαστε στα νιάτα μας· είπε η γριά χασκογελώντας για το πάθημα του γέρου. Μα όχι πως μας πλάκωσε κι ο Χάρος. — Μωρέ σαν έρθη, καλώς νάρθη· θαρρείς πως τον φοβάμαι; Τι θ' απογίνη το κορίτσι συλλογέμαι. Βλέπεις, ο Χαγάνος ούτε ρωτάει πια για δαύτη.

Από τη μια της τη μεριά κι απ' τη μεριά την άλλη δυο άνδρες με πολλά μαλλιά λογομαχούν για δαύτη. Όμως εκείνη ακούοντας δείχνει πως δεν τη νοιάζει· και πότε με χαμόγελο θωρεί από 'δώ τον ένα, πότε στον άλλο η πονηρή στρέφει το νου της πάλι. Κι αυτοί ερωτοχτυπούμενοι με βουρκωμένα μάτια, χάνουν τους κόπους άδικα, κακοπαθούν του κάκου.

»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου »αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα » — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους — »μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη, »θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.