United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Και αυτός ο Αντωνέλλος είχε γείνη, θαρρείς, νεώτερος. Έφθασεν εις το νησάκι, προσωρμίσθησαν εις μίαν αμμουδιάν και ώρμησαν όλαι, ωσάν άτακτα παιδιά και ανυπότακτα, ανά δύο, ανά τρεις, εις τους βράχους. Ο Αντωνέλλος, αφού ετοποθέτησε καταλλήλως τα κουπιά και έσυρε ολίγον έξω την βάρκαν, απομακρύνθη τελευταίος. Τι ευμορφιά ήτο εκείνη τριγύρω!

Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Και με το έν του χέρι έσυρε το κιβώτιον, διά να το ρίψη τάχα εις τον ποταμόν. — Μη, μη! εφώναξεν ο καλόγηρος, άφες με να έβγω! — Α! είπεν ο μικρός Κλώσος, και έκαμε τον φοβισμένον. Μέσα είναι ακόμη ο διάβολος! Να τον ρίψω εις τον ποταμόν αμέσως, να τον πνίξω! — Όχι, όχι! σου δίδω έν κοιλόν γεμάτον χρήματα, αν με αφήσης να έβγω.

Όταν κουράσθηκε να χορεύη, η πιο όμορφη από τις κοπέλλες πέρασε το λευκό της χέρι γύρω από τη μέση του και τον έσυρε παράμερα κάτω από τις ψηλές λεύκες. Περπατούσαν αμίλητοι απάνω στο μαλακό χορτάρι και δεν άκουγαν τα βήματά τους. Ύστερα η ξανθή κοπέλλα τον έφερε δίπλα σε μια βρύση. Το κρυσταλλένιο νερό της βρύσης κυλούσε σαν φως απάνω στα πυκνά πολυτρίχια, βουβό, χωρίς κανένα γαργάρισμα.

Ναι, δέχεται· έκαμε η κόρη με το κεφάλι για να κρύψη τ' αναφυλλητό της. — Μα τι; κλαις βλέπω!.. επρόσθεσε κυττάζοντάς την κατάματα· μη σέβρισε ; — Τσ... έκαμε κείνη· άκου. Τον έσυρε σιγά ως την πόρτα του γραφείου και στάθηκαν εκεί σκυφτοί και λυπημένοι για κάμποση ώρα. — Πάμε, είπε ο Δημητράκης, σέρνοντας κατόπιν του την κόρη· δε βαστώ πια. Μου φαίνεται πως ακούω ψυχομάχημα...

Την στιγμήν που έσυρε προς το μέρος του την θύραν, κάτι περιτυλιγμένον εις λευκόν ένδυμα έπεσεν εις τα χέρια του με ένα τριγμόν. Ήταν ο σκελετός της γυναικός του με το σάβανον ανέπαφον. Συστηματικαί έρευναι απέδειξαν ότι αύτη επανήλθεν εις την ζωήν δύο ημέρας μετά τον ενταφιασμόν.

Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου.

Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του.

Στρεφόμενος δε προς ημάς, Κύριοι, είπε, θα τα φέρωμεν ίσα ίσα. Έως ου να καταβώμεν εις την Σκάλαν και να δειπνήσετε, το ατμόπλοιον θα είναι και φθασμένον. Αν αγαπάτε, πηγαίνωμεν. — Εμπρός, ανέκραξεν ο εξάδελφός μου, και ηκολούθησε τον Παντελήν, ο οποίος προπορευόμενος έσυρε το ζώον του.