United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσ' 'ς τα κλαριά του ανάμεσα ασπρούδιζε η μορφή του, Είχε καμπάνα 'ς τ' ώμορφο 'ψηλό καμπαναριό του, Κάθε διαβάτης έκαμνε περνώντας το σταυρό του· Νυχτόημερα το φώτιζαν τότες χρυσά καντήλια, Ασημωμέναις έλαμπαν η 'λίγαις του εικόνες, Και γέροντας καλόγηρος ανάδευετα χείλια Πότε τροπάρια και ψαλμούς, πότε γλυκούς κανόνες, Και πότε τ' αργυρόχρυσο κουνώντας θυμιατό του Μ' ευλάβεια του θυμιάτιζε το θόλο τον κυρτό του.

Τι είναι το χειρότερον; Να θέλης να πατήσω τον όρκον μου; ή το κακόν να λέγης του ανδρός μου, μ' αυτήν την ίδιαν την φωνήν που μου τον επαινούσες και ταίρι δεν του εύρισκες τόσαις φοραίς και τόσαις; Ω! φύγε, σύμβουλε κακέ! Από εδώ και πέρα θα κάμη διαζύγιον μ' εσένα η καρδιά μου. — Να ιδώ αν ο καλόγηρος μου εύρη θεραπείαν. Αν κι' απ' εκεί απελπισθώ, μου μένει ν' αποθάνω!

Ο Μανώλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδασκαλικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν· αλλ' ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων, κατώρθωσε να συλλάβη τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μετρήση εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα. Το παιδίον, αιμάσσον τους πόδας, ωρκίσθη να μη επανέλθη πλέον εις την κόλασιν εκείνην.

Αλλ' η τροφή αύτη, ήτις τοσούτω παχείς καθιστά τους συντρόφους τούτους του Αγίου Αντωνίου, κατέστησε μετ’ ου πολύ αυτόν τε και την θυγατέρα του ισχνοτέρους των επτά σταχύων, ους είδε ο Φαραώ. Μάτην επειράθη ο καλόγηρος ν' ανανεώση το θαύμα του συμπατριώτου αυτού Αγ.

Και με το έν του χέρι έσυρε το κιβώτιον, διά να το ρίψη τάχα εις τον ποταμόν. — Μη, μη! εφώναξεν ο καλόγηρος, άφες με να έβγω! — Α! είπεν ο μικρός Κλώσος, και έκαμε τον φοβισμένον. Μέσα είναι ακόμη ο διάβολος! Να τον ρίψω εις τον ποταμόν αμέσως, να τον πνίξω! — Όχι, όχι! σου δίδω έν κοιλόν γεμάτον χρήματα, αν με αφήσης να έβγω.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Εκεί ήκουσε τον ποδόκτυπον ενός αλόγου. Ήτο ο γεωργός, ο οποίος επέστρεφεν. Αυτός ήτο αξιόλογος άνθρωπος, αλλά είχε την αδυναμίαν να μη ημπορή να ίδη καλόγηρον. Άμα έβλεπε καλόγηρον εγίνετο άλλος εξ άλλου. Διά τούτο λοιπόν ο καλόγηρος υπήγε να ιδή την γυναίκα του ενώ αυτός έλλειπεν· εκείνη δε του έστρωσε να φάγη ό,τι καλλίτερον είχεν.

Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος!

Μέχρι του τεσσαρακοστού έτους της ηλικίας του είχε σκοπόν να γείνη καλόγηρος, και συχνά επεσκέπτετο το ιερόν Κοινόβιον, μίαν ώραν μακράν του χωρίου, ευχαριστούμενος εις τον ησυχαστικόν βίον. Αλλ' αιφνιδίως όταν επάτησεν εις το πεντηκοστόν έτος, μετέβαλε γνώμην και ενυμφεύθη.

Μία ωραία γέφυρα ήτο επί του ποταμού. Εις την μέσην της γέφυρας ο μικρός Κλώσος εσταμάτησε και είπε δυνατά διά να τον ακούση ο καλόγηρος. — Τι να το κάμω το κιβώτιον αυτό; Είναι βαρύ ωσάν να ήτο γεμάτον από πέτρας. Θα κουρασθώ να το σύρω ακόμη. Θα το ρίψω εις τον ποταμόν. Αν το ρεύμα μου το φέρη, καλά. Αν βουλήση, υπομονή!