United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίο, αυτή τη φορά έφευγε στ’ αλήθεια και τακτοποίησε όλα τα πράγματα μέσα στην καλύβα: τα αγροτικά εργαλεία στο βάθος, την ψάθα τυλιγμένη στο πλάι, τη χύτρα αναποδογυρισμένη επάνω στη σανίδα, το δεμάτι με τα βούρλα στη γωνία, την εστία σκουπισμένη: όλα σε τάξη, όπως αρμόζει σ’ έναν καλό υπηρέτη που φεύγει και λογαριάζει την καλή γνώμη που θα σχηματίσει ο αντικαταστάτης του.

Αντί να σύρουμε το λαό με το μέρος μας, πάμε μεις με το δικό του. Ο Τσαϊπάς σήκωσε τα μάτια ψηλά σα να ζητούσε συχώρεση για του χωριού του τη ντροπή. Όταν τα χαμήλωσε, πέσανε άθελα στο κόνισμα. Η σανίδα ντυμένη στις χρυσαλοιφές, κυκλωμένη με του λαού το σεβασμό ερχόταν απάνω στο ζωντανό θρόνο της με κάποια κωμική αξιοπρέπεια. Ο φοιτητής αγανάχτησε.

Και όταν πάλιν ναυαγός εις μίαν σανίδα σωθή, ή εις ξηρόν βράχον από τα δόντια του θανάτου γλυτώση, πρώτα πρώτα θα φέρη το τάξιμόν του εις τον άγιον, λαμπάδα μεγάλην ή αργυρούν κανδήλιον, και ύστερον θα μεταβή εις την οικίαν του να χαιρετίση την μητέρα του ή την σύζυγόν του. Αλλ' ενίοτε δεν επανέρχεται. Το τάξιμόν του ήτο βαρύ. Είχε τάξει όλην την ζωήν του. Να γείνη καλόγηρος!

Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.

Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος, τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε.

Ο άνθρωπος έλαβε τα εργαλεία του, επάτησε στερρώς επί της κατωτέρας οπής και στηριχθείς επί του τοίχου εισήγαγεν εις τας δύο υψηλοτέρας οπάς τα δύο ξύλα, και έθηκεν επ' αυτών την σανίδα. Αφού δ' εστερέωσε το σύνολον, ανερριχήθη τολμηρώς και μετ' ευκινησίας εις τα άνω, και επάτησε τον πόδα επί του ούτω σχηματισθέντος ικρίου.

Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιλοξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ.

Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.

Να μια ζυγιά! επανέλαβον εν χορώ τα παιδία. Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγη, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα. Απεφάσισε να αρπάξη μίαν σανίδα και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ασπίδα να εκτέλεση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού.

Μία μόνη μου έμενεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τας χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους. ― Προσκύνησε τον Αγάν, είπε. Σου δίδει την ελευθερίαν, αλλ' επί όρω να υπάγης προς την χώραν, όχι προς τα χωρία, όθεν ήλθες.