United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το δε φως του φαναρίου, προσπίπτον απαισίως επί των ξηρών κορμών των κεκαυμένων δρυών, έδιδεν αυτοίς όψιν δαιμονίων φαντασμάτων. Και ήτο αληθώς η νυξ των Χριστουγέννων.

Διήλθομεν την νύκτα οδοιπορούντες, χωρίς να γνωρίζωμεν πού πηγαίνομεν. Ήτο πολύς ο δρόμος και δύσκολος, η δε νυξ τρικυμιώδης, ο ουρανός ζοφερός, και η σελήνη εκ διαλειμμάτων εφαίνετο μεταξύ των νεφών. Και ημείς, πεινασμένοι, αγρυπνισμένοι, κατάκοποι, εφεύγομεν. Συχνάκις ετρομάξαμεν, νομίζοντες ότι ακούομεν κραυγάς, ή τουφεκισμούς, ή ίππων ποδοβολητόν.

Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα διά της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κιλίμι το οποίον εκόμιζε, και μετ' ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ.

Ουαί εις εκείνους οίτινες εν τη ημέρα εκείνη θα ρίπτωσι βλέμματα λύπης εις κόσμον προωρισμένον να παρέλθη εν φλογί! Διότι καίτοι αι εμπορίαι και αι κοινωνίαι του βίου θα εξακολουθώσιν έως τότε, και όλοι της εργασίας ή της φιλίας οι εταιρισμοί, η νυξ εκείνη θα είνε νυξ φοβερού και τελευταίου χωρισμού δι' όλους. Οι μαθηταί εξεπλάγησαν υπό των λόγων τούτων της παραδόξου επισημότητος.

Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.

Ο δε Μανώλης την ήκουεν επί τινας στιγμάς ν' απομακρύνεται και να ολολύζη εις το σκότος. — Μωρέ μασκαραλίκι! μωρέ, μασκαραλίκι! είπε κρατών το μέτωπόν του. Η μέθη του είχε σχεδόν εντελώς εξατμισθή. Εξήλθεν εις τα πρόθυρα και καθήσας εις το πεζούλι εστήριξε την κεφαλήν του εις το χέρι του και έμεινεν εκεί σκεπτόμενος. Η νυξ ήτο ψυχρά, αλλ' ο Μανώλης δεν ησθάνετο το ψύχος.

Και οι μεν Αμφιπολίται παρέδωκαν την πόλιν τοιουτοτρόπως, ο δε Θουκυδίδης και τα πλοία κατέπλευσαν εις την Ηιόνα περί το εσπέρας της ιδίας εκείνης ημέρας. Και την μεν Αμφίπολιν προ ολίγου είχε καταλάβει ο Βρασίδας, την δε Ηιόνα μία νυξ εχρειάζετο, διά να καταλάβη επίσης· διότι, εάν τα πλοία δεν έφθαναν ταχέως εις βοήθειαν, η πόλις αύτη θα εκυριεύετο άμα τη πρωία.

Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλαςείπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.

Ήσαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ.