United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ώκτειρε τας στερήσεις της γραίας και των δυο ορφανών αλλά μήπως ήτο και αυτή πλουσία, δια να έλθη αυτοίς αρωγός και παρήγορος; Ευτυχής ο μακαρίτης, ο μπάρμπα-Μιχαλιός, όστις προηγήθη εις τον τάφον της συμβίας Αχτίτσας, χωρίς να ίδη τα δεινά τα επικείμενα αυτή μετά τον θάνατόν του. Ήτο καλής ψυχής, — ας είχε ζωή! — ο συχωρεμένος.

Διά να επισύρη την γενικήν προσοχήν εις τους λόγους Του, εστράφη προς τον ξενίζοντα. «Σίμων, έχω τι σοι ειπείν»: «Λέγε, διδάσκαλε». «Δανειστής είχε δύο χρεωφειλέτας· ο πρώτος ώφειλε πεντακόσια δηνάρια, ο έτερος πεντήκοντα· επειδή δε ουδέν είχον αποδούναι, αφήκεν αυτοίς άπαντα. Ειπέ μοι, πότερος τούτων αγαπήσει αυτόν το πλείον

Αλλά δεν έπραττεν ούτω ο Άγιος Παύλος, όστις ωμίλησε προς τους Αθηναίους φιλοφρονέστατα και διαλλακτικώτατα, και έζησεν επί τρία και ήμισυ έτη εν Εφέσω, χωρίς μηδέ άπαξ να προσβάλη ή να υβρίση τους λάτρεις της Αρτέμιδος. Έως εδώ ο Κύριος υπέδειξεν αυτοίς τα χρέη της πιστής φιλίας, της αβράς φιλοφροσύνης, της εν αυταπαρνήσει απλότητος, ως πρώτους ουσιώδεις όρους κατορθούσης αποστολής.

Ήτο τότε η ώρα καθ' ην οι ποιμένες απολείποντες τας πεδιάδας άγουσι τα ποίμνια εις τας ακρωρείας, και ελθών εις την γέφυραν της Τατάρνας όθεν συνήθως διέρχονται, είδε πολλούς εκ των ομηλίκων και εκθέσας αυτοίς τα γενόμενα εστρατολόγησε και επέπεσεν αμέσως κατά των πολεμίων.

Αλλ’ επανέλθωμεν εις Αθήνας. Μετά τον θάνατον του μιαρού Θεοφίλου, όστις έκοπτε τας χείρας των ζωγράφων και ήλειφε δι’ ασβέστου τας αγίας εικόνας, ως αι τροφοί τους μαστούς των δι'αλόης, ίνα αηδιάζωσιν αυτούς τα θηλάζοντα βρέφη, οι δυστυχείς ανατολίται, στερούμενοι από ένδεκα ήδη ετών εικονισμάτων, ησθάνοντο εκ της μακράς εκείνης στερήσεως τον προς αυτά πόθον διπλασιασθέντα. Πανταχόθεν κατέβαινον εκ των ορέων οι προγραφέντες υπό του τυράννου ορθόδοξοι μοναχοί και ζωγράφοι κατά τινας μάλιστα αγιογράφους ου μόνον οι ζώντες συνέρρεον αθρόοι εις τας εκκλησίας, αλλά και πολλοί των νεκρών Μαρτύρων ηγέρθησαν εκ τών μνημείων, ίνα παρευρεθώσιν είς τήν χαρμόσυνον εκείνην τελετήν, καθ ην ωμίλουν αι εικόνες και εσκίρτων οι άνθρακες εκ της χαράς εν τοις θυμιατηρίοις. Αλλά και αυτοί οι αγριώτατοι των εικονοκλαστών μετετράπησαν αίφνης εις θερμούς εικονολάτρας, άμα τον θ ε ο μ ί σ η τ ο ν Θ ε ό φ ι λ ο ν διεδέχθη η θ ε ο δ ώ ρ η τ ο ς Θ ε ο δ ώ ρ α . Οι γονείς εκόλλων τας τρίχας των τέκνων των εις τα ομοιώματα της Παναγίας, οι μοναχοί προσέφεραν αυτοίς την κόμην των θυσίαν, αι δε γυναίκες αποξέουσαι τα χρώματα των εικόνων ανεμίγνυον αυτάς εις το ύδωρ και έπινον και αυτοί δε οι ιερείς ετόλμησαν πολλάκις διά τοιούτων βαφών να νοθεύσωσι τον ιερόν οίνον της μετουσιώσεως. Εις δε τας Αθήνας, την κλασσικήν ταύτην καθέδραν των ειδώλων, τοιούτος κατήντησεν ο ζήλος των πιστών, ώστε ο Επίσκοπος ηναγκάσθη να σκεπάση δι' υέλων τας εικόνας, ίνα μη εξαλείφωνται εκ των πολλών φιλημάτων, καταντώσαι μετ' ολίγας ημέρας ωχραί και αφανείς, ως επί του ρινομάκτρου της Προυνίκης εικών του Σωτήρος. Κατά τους νομικούς εκάστη κατάχρησις γεννά νέον τινά νόμον, εν δε τη Εκκλησία του Χριστού γεννάται πάντοτε ορθόδοξον δόγμα εξ εκάστης αιρέσεως. Η παραφορά των Εικονομάχων εγέννησε την Ε ι κ ο ν ο λ α τ ρ ε ί α ν, ο Γιός κατέστη Ο μ ο ο ύ σ ι ο ς τ ω

Ο Πιλάτος έδωκεν αυτοίς βραχείαν και αλαζονικήν άδειαν να πράξωσιν ως ήθελον· προφανώς δε την εσπέραν, όταν το Πασχάλιον Σάββατον παρήλθεν, απήλθον μετά των στρατιωτών και εσφράγισαν τον λίθον του μνημείου, και αφήκαν τους στρατιώτας φύλακας εκεί. Το «έχετε κουστωδίαν» δεν δύναται να ληφθή ως προστακτική, αλλά μάλλον ως οριστική.

Εν τούτοις δεν ήθελε να δεικνύη αυτοίς μεγάλην αδυναμίαν, και «ήμερο μάτι δεν τους έδιδε». Εκάλει τον άρρενα «Γέρον», διότι είχε το όνομα του αληθούς γέρου της, του μακαρίτου μπάρμπα-Μιχαλιού, του οποίου το όνομα της επόνει ν' ακούση ή να προφέρη.

Άλλοτε μεν ουδ' απάντησις εδίδετο αυτοίς, άλλοτε δε προέκυπταν εκ μικράς θυρίδας σαξονική τις κεφαλή ερυθρά υπό του ψύχους ή κάτωχρος υπό του τρόμου, παρακινούσα τους ικέτας εις εξακολούθησιν του δρόμου των· σπανίως δε χειρ τις ευσπλαγχνικωτέρα της κεφαλής έρριπτεν αυτοίς ως εφόδιον τεμάχιον μέλανος άρτου ή ξηρού ιχθύος.

Ήτο πιθανώς κατ' αυτήν την στιγμήν της αφάτου αγωνίας ότε η φωνή του Υιού του Ανθρώπου ηκούσθη υψουμένη, όχι εις κραυγήν φυσικής αγωνίας προς την φοβεράν εκείνην βάσανον, αλλ' εις ατάραχον προσευχήν εν θειοτάτη συμπαθεία υπέρ των ακάρδων και ανηλεών φονέων Του, προσέτι δε, και υπέρ πάντων όσοι εν τη αμαρτωλή αμαθεία των εκ νέου Τον σταυρούσι διά πάντοτε, — &«Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».&

Και επί τέλους εθαύμαζα τους μεγάλους της οφθαλμούς. Αλλά πού να εύρω το πρότυπον των οφθαλμών εκείνων, των μεγαλειτέρων παντός ανθρωπίνου οφθαλμού; ίσως εν αυτοίς εκρύπτετο το μυστήριον, περί του οποίου ομιλεί ο λόρδος Βερούλαμ.