United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αύτη, είπεν, έμελλε να είνε η βραχεία ώρα της αγωνίας των, αλλά μετά ταύτην θα επέλθη χαρά την οποίαν ουδείς δύναται να τους αφαιρέση· και η χαρά αύτη δεν θα έχη όρια, διότι οποίον και αν θα ήτο το αίτημά των, ήρκει να παρακαλέσωσι τον Πατέρα, και τούτο θα επληρούτο.

Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν·Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας.

Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμενΚαι η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.

Απλώς το θέαμα της αγωνίας είν' ευάρεστον εις ψυχάς πεπωρωμένας. Οι απάνθρωποι στρατιώται του Πραιτωρίου, όχι Ρωμαίοι μόνον, οίτινες δυνατόν να είχον το αίσθημα της εμφύτου αξιοπρεπείας του εν σιωπή πάσχοντος, αλλά τα μίσθαρνα περιτρίμματα των Ρωμαϊκών Επαρχιών, απήγαγον Εκείνον εις τον στρατώνα των, κ' εκεί ενέπαιξαν, εν τω αγρίω μίσει των, τον Βασιλέα ον είχον βασανίσει.

Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος και ήρχισαν να τραβούν. Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν. Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον. Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον.

Τα σύννεφα έτρεχαν επάνω στους βράχους και οι θάμνοι και τα δέντρα λύγιζαν από τον άνεμο, τρελά από την επιθυμία να ξεκολλήσουν από τη γη και να τ’ ακολουθήσουν. Βροντούσε ακόμα και όλα είχαν ένα μεγαλείο αναταραχής και αγωνίας. Ο Έφις αισθανόταν να τον παίρνει η δίνη σαν να ήταν ξερό φύλλο. Στάθηκαν πλάι σ’ έναν από τους σταυρούς που σημαδεύουν το δρόμο.

Η επί του Σταυρού δε αγωνία, κατόπιν της άλλης φοβεράς αγωνίας την οποίαν είχεν υπομείνη, εβραχύνθη και διήρκεσε μόνον τρεις ώρας, πριν ή «παραδώ την ψυχήν Αυτού εις θάνατον». Όταν ο Σταυρός ωρθώθη και ενεπάγη, οι άρχοντες των Ιουδαίων διά πρώτην φοράν παρετήρησαν την θανάσιμον ύβριν δι' ης ο Πιλάτος εξέσπασε την αγανάκτησίν του.

Δεν γνωρίζομεν τίποτε από τας υποχθονίους αυτάς αγωνίας, αλλά δεν ημπορούμεν να φαντασθώμεν περισσότερον φρικτόν έστω και τον τελευταίον κύκλον του βασιλείου του Άδου.

Αλλά αλλοίμονον! τι ημπορεί η προφύλαξις ενός ανθρώπου εναντίον της μοίρας του; Όλαι αύται αι ευφυείς προφυλάξεις θα ήσαν ανεπαρκείς διά να προφυλάξουν από τας μεγίστας αγωνίας της προώρου ταφής ένα δυστυχή καταδικασμένον προηγουμένως εις τας αγωνίας αυτάς.

Και όμως ο σκοπός της εισαγωγής του ονόματος τούτου δεν ήτο να υποδειχθή ηθικόν τι συμπέρασμα, αλλά μόνον να προσδιορισθή εποχή τις· και, πράγματι, εξ όλων των πολιτικών και θρησκευτικών αρχόντων ενώπιον των οποίων ο Ιησούς προσήχθη εις δίκην, ο Πιλάτος ήτο ο ολιγώτερον ένοχος επί πονηρία ή έχθρα, ο προθυμότερος δε, αν όχι να φεισθή της αγωνίας Του, τουλάχιστον να σώση την ζωήν Του.