United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι; ― Όχι, Δέσποινά μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς! ― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν !

Ημείς έως που να γυρίση το μετζίλι ημπορούμεν να φύγωμεν, και να πάμε εις την Μποκάρα το γληγορώτερον, και εκεί θέλομεν κυβερνηθή με την προίκα μου και με τα διαμαντικά μου, που τα έχω μαζή με εμένα, και θέλομεν ζήσει ατάραχοι από τους εχθρούς.

Αλλ' ο εμφανισθείς αρχοντάρης, γέρων ρινόφωνος, είπεν ότι ο ηγούμενος απουσιάζει εις το Μετόχιον προ ημερών, αλλ' ότι εν ανάγκη δύνανται να τον καλέσωσι. Και έβλεπε τον μαυριδερόν αξιωματικόν μετά περιεργείας ως να ενόμιζεν ότι κάπου τον ξαναείδεν. — Δεν πειράζει, είπεν ο άγνωστος, ημείς θα φύγωμεν αμέσως, διότι βιαζόμεθα. Και μετά τέχνης απέφευγε τα πονηρά βλέμματα του γέροντος αρχοντάρη.

Λοιπόν, φίλε μου, τι θα κάμωμεν με όλους αυτούς; Διότι ολίγον κατ' ολίγον επροχωρήσαμεν και χωρίς να το εννοήσωμεν επέσαμεν εις το μέσον αυτών των δύο μερών. Και αν δεν λάβωμεν τα μέτρα μας να φύγωμεν, θα τιμωρηθουμεν καθώς εκείνοι οι οποίοι μέσα εις τας παλαίστρας παίζουν επάνω εις την γραμμήν, και τότε τους σύρουν και από τα δύο μέρη αντιθέτως.

Αν σου το έλεγα, απήντησεν η Αϊμά, θα εθύμωνες πολύ, και ειμπορούσες να κάμης κακόν κίνημα, Εγώ η ιδία δεν ήμουν εις τον εαυτόν μου. Οι άνθρωποι εκείνοι, που ήταν μαζωμένοι εκεί, μ' επείραζαν πολύ. Δεν ήμουν εις τα καλά μου. Δεν ήθελα να κάμω θέατρον, να πομπευθώμεν εις τον κόσμον. Εκύτταζα να φύγωμεν απ' εκεί μίαν ώραν αρχήτερα.

Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμενΚαι η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν.

Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους. ― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.

Ημείς δε ας φύγωμεν, Ήφαιστε• διότι πλησιάζει ο αετός. Λοιπόν καλή υπομονή• και εύχομαι να έλθη ταχέως ο Θηβαίος τοξότης, που είπες, διά να σε σώση από τους σπαραγμούς του ορνέου. 1. &Διογένους και Πολυδεύκους.&

Και όμως ούτε να εξαλειφθή το κακόν είναι δυνατόν, καλέ Θεόδωρε, διότι είναι ανάγκη να υπάρχει πάντοτε μία αντίθεσις προς το αγαθόν ούτε πάλιν ημπορεί να έχη θέσιν μεταξύ των θεών, αλλά μόνον εις την θνητήν φύσιν και εις τούτον τον τόπον περιφέρεται εξ ανάγκης. Διά τούτο πρέπει να προσπαθήσωμεν να φύγωμεν το γρηγορώτερον από τον κόσμον τούτον εις εκείνον.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Βοήθεια! Ω! να φύγω ! ΜΑΚΔΩΦ Λιγοθυμά, ιδέτε την! ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν προς τον ΜΑΛΚΟΛΜ Την γλώσσαν τι κρατούμεν, ενώ προ πάντων εις ημάς εδώ ανήκει λόγος; ΜΑΛΚΟΛΜ κατ' ιδίαν, Εδώ τι λόγος ωφελεί, που μας παραμονεύει κρυμμένη μέσ' 'ς την τρύπαν της η Μοίρα η κακή μας, και να χυθή επάνω μας ζητεί, να μας αρπάξη; Να φύγωμεν! Δεν 'μέστωσε το δάκρυ μας ακόμη!