United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσκυψα και εφίλησα την άκραν του κρασπέδου του Αγά και υπεχώρησα βήματά τινα. Αλλ' εσυλλογίσθην τον Παντελήν και τα βαρέλιά μου και τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το μέσον της εις Τήνον επιστροφής. ― Τι χάσκει εκεί; ηρώτησεν ο Αγάς. ― Αγά μου, είπα, αφήκα το υποκάμισόν μου εις το χωρίον και πρέπει να υπάγω να το πάρω. Δεν ενόησεν ο Τούρκος τι λέγω και ηρώτησε τον διερμηνέα.

Το εφίλησες; ηρώτησεν ο Λιάκος. — Και βέβαια, το εφίλησα! — Και τι σου είπε, τι της είπες; — Πού να σου τα λέγω τώρα όλα! Τι δεν της είπα και τι δεν μου είπε! Και ταπεινώσας την φωνήν. — Ηξεύρεις τι μου είπεν; επρόσθεσεν. Ότι είναι ευγνώμων και ευτυχής, διότι την ζητώ εις γάμον από αίσθημα φιλίας προς σε, διότι ο καλός φίλος θα είναι και καλός σύζυγος.

Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι; ― Όχι, Δέσποινά μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς! ― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν !

Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.

Αλλ' ενθυμούμαι ακόμη μετά φρίκης, ότι τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα προς ενθάρρυνσιν. Τόσον πολύς ήτον ο προς τον δυστυχή οίκτος μου! Όταν ησύχασεν ολίγον, ανέπνευσεν εκ βάθους και: — Τώρα πια ετελείωσεν! είπε. Τώρα θα ησυχάσω! — Και εξεστόμισεν άσεμνον βλασφημίαν κατά τινος τρίτου, μόνον δι' υβριστικού επιθέτου ονομάσας αυτόν.

Πάγος και Πυρ συγχρόνως. Δεν κάμνει κανείς διάκρισιν μεταξύ αυτών κατά την βραχείαν επαφήν. — «Δικός μου! 'δικός μουήχει γύρω του και μέσα του! «Σε εφίλησα, όταν ήσο μικρός, σε εφίλησα εις το στόμα! Τώρα σε φιλώ εις τα δάκτυλα των ποδών σου και της πτέρνες σου! Είσαι όλος 'δικός μου». Και εξηφανίσθη εις τα διαυγή κυανά νερά.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτως έπρεπε να γίνη, μόνος ο Αντώνιος να καταβάλη τον Αντώνιον. Αλλ' οποία συμφορά ότι το πράγμα έγινεν ούτω. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αποθνήσκω, βασίλισσα της Αιγύπτου, αποθνήσκω· θα ενοχλήσω μόνον ολίγον τον θάνατον, έως ότου επιθέσω το τελευταίον ασθενές μου φίλημα επί των χειλέων εκείνων τα οποία μυριάκις εφίλησα.

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Βλέποντας εγώ τον αγαπητόν μου υιόν τον αγκάλιασα, τον εφίλησα και από την χαράν μου έγινα άλλος εξ άλλου· έπειτα ευθύς μετεμόρφωσε την γυναίκα μου εις ταύτην την έλαφον, που βλέπετε· και τούτο της το εζήτησα εγώ διά να μην είναι τόσον άσχημα.

«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μουέλεγε «Ένα ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν μου