United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ημπόρεσα εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν.

Εγώ λοιπόν θα εγινόμην με μεγάλην ευχαρίστησιν μαθητής εις οποιονδήποτε, διά να μάθω πώς είναι η τοιαύτη αιτία· επειδή δε την εστερήθην και ούτε εγώ ο ίδιος υπήρξα ικανός να την εύρω, ούτε ημπόρεσα να την μάθω από άλλον, επιθυμείς, είπεν ο Σωκράτης, Κέβη, να σου εκθέσω κατά ποίον τρόπον διεξήγαγον το δεύτερον ταξείδιον διά την ζήτησιν της αιτίας; Επιθυμώ όσον δεν φαντάζεσαι, είπεν ο Κέβης.

Είς εκ των οποίων και εγώ βέβαια, καθόσον τουλάχιστον ημπόρεσα, δεν παρέλειψα τίποτε εις την ζωήν μου, αλλά προσεπάθησα με όλην μου την καρδίαν με κάθε τρόπον να γίνω. Εάν δε ορθώς προσεπάθησα και εάν ωφελήθην τίποτε, αφ' ού υπάγω εκεί, θα μάθω την αλήθειαν, εάν ο θεός θέλη, ολίγον υστερώτερα, καθώς μου φαίνεται.

Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους.

Πραγματικώς εγώ καλαναρχούσα καλλίτερα από τον Χρόνην, έλεγα τον Απόστολον καλλίτερα, και εδιάβαζα το Ψαλτήρι καλλίτερα από όλα τα παιδιά, και από τον παπα-Γιάννη ακόμα. Αλλά στο «η προαίρεσις δίδου», μου εφαίνετο πώς δεν θα τα κατάφερνα καλά. Είχα μια φυσική ντροπή από μικρός. Κ' εύρισκα προφάσειςτον πατέρα μου για να το αποφύγω. Αλλά δεν ημπόρεσα. Δεν είχεν ακόμα αρχίσει η Ακολουθία.

Κ' εκείνη την ημέρα δεν ημπόρεσα να βασταχθώ, γιατί, δεν ηξεύρεις. Εδώ ήταν μια βάτος, κι' εδώ μι' αγριαγγινάρα. Κι' ο Τούρκος, που παράδερνε παραλαλώντας εις την μέση, εγύριζε στη βάτο, και της έκαμνε τεμενάδες, και την γλυκομιλούσε, και της έκαμνεν εργολαβία. Εγύριζε στην αγριαγγινάρα κ' έτριζε τα δόντια, κι' αγρίευε τα μάτια, κ' εσήκωνε με βρυσιαίς το χέρι του, να της κόψη το κεφάλι!

Και εκεί λαμβάνοντας διαταγήν του Κουβέρνου, έστειλα εις Αντίνουαν δύο φοράς διά να μου σταλούν όσα πιστοποιητικά μου εκράτησεν η εκεί διοίκησις, αλλά δεν έλαβα ουδεμίαν απόκρισιν και ένεκα των μεγάλων εξόδων εις τους αβουκάτους και διά άλλας αιτίας ανεχώρησα από Λόντραν διά την πατρίδα μου Ψαρά και από τότε δεν ημπόρεσα να κάμω τίποτες.

Και προς τα ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα.

Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί μου· «ανάθεμα εις τους λαοπλάνουςΤην χάριν ταύτην δεν ημπόρεσα να κάμω εις τον δυστυχή νεκροθάπτην, διότι ολίγην έχω φωνήν και δεν αγαπώ τας φωνάς.

Δεν ημπόρεσα να γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν ακόμη.