United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εκαλοπανδρεύθηκε η χρόνια 'πανδρευμένη· χαρά ‘ς την που 'πανδρεύεται, και νειόνυμφη ‘πεθαίνει, Σφογγίσετε τα δάκρυα· ‘ς το εύμορφον κορμί της ελάτε να σκορπίσετε το δενδρολίβανόν σας . Στολίσετέ την έπειτα και συνοδεύσετέ την ‘ς την εκκλησίαν. Απαιτεί τα δάκρυα η φύσις, αν και γελά το Λογικόν όταν η Φύσις κλαίη.

Μία δύναμις ουράνιος Εις την ψυχήν σας δίδει Πτερά ελαφρά, και υψόνεται Λαμπρόν το μέτωπόν σας Υπέρ την νύκτα. Από τα ολύμπια δώματα Δροσερόν καταβαίνει Χαράς, ελαίου φύσημα, Και στεγνόνει τα δάκρυα· Τον ίδρωτά σας. Εκεί όπου επατήσατε Ιδού οι καρποί φυτρόνουν, Και τ' άνθη ιδού σκορπίζουσι Τα κύματα ευτυχή Της μυρωδίας.

Δεν ημπόρεσα να γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν ακόμη.

Καρολίνα! — Τετέλεσται! αι αισθήσεις μου συγχέονται, από οκτώ ημέρες δεν έχω πια τη δύναμη να σκεφθώ, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα· πουθενά δεν είμαι καλά και είμαι καλά παντού! Δεν εύχομαι τίποτε, δεν ζητώ τίποτε· θα ήταν το καλύτερο να φύγω». Η απόφαση ν' αφήση τον κόσμο είχε επικρατήσει τον καιρό αυτό στην ψυχή του Βερθέρου σιγά σιγά.

Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν ησθάνθη. Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ.

Δε θ' ανεχτώ ποτές, απάντησε ο βαρώνος, τέτοια ταπείνωση από μέρος της και τέτοια αυθάδεια από μέρος σας· αυτήν την ατιμία δε θα την ανεχτώ ποτέ! γιατί τα παιδιά της αδερφής μου δε θα μπορέσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικό στάδιο της Γερμανίας. Όχι! η αδερφή μου θα παντρευτή μοναχά ένα βαρώνο της αυτοκρατορίας. Η Κυνεγόνδη ρίχτηκε στα πόδια του και τα έβρεξε με δάκρυα· εκείνος ήτανε ανένδοτος.

Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα· αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν: — Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ' έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί. — Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι.

Και τον έπεισε να ξαναλουστή· κι αφού τον είδε, τον άγγιξε· κ' έφυγε πάλι αφού τον επαίνεψε· και το παίνεμα ήτανε αρχή έρωτα. Τι λοιπόν είχε πάθει δεν ήξερε, επειδή ήτανε κορίτσι μικρό κ' είχε αναθραφή στην εξοχή και μήτε είχε ακούσει κανέναν άλλονε να λέη τ' όνομα του έρωτα. Κ' ήτανε γεμάτη λύπη η ψυχή της και δεν κρατούσε τα δάκρυα· και μιλούσε πολύ για το Δάφνη.