Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Έπειτα δε συνεφώνησαν και με τους άλλους στρατιώτας του Δημοσθένους να καταθέσουν τα όπλα και να μη φονευθή κανείς εξ αυτών μήτε βιαίως, μήτε εις τα δεσμά, μήτε ένεκα ελλείψεως της απολύτως αναγκαίας τροφής. Όλοι, εξακισχίλιοι όντες, παρεδόθησαν και όλον το χρήμα, πού είχαν το παρέδοσαν, θέσαντες αυτό επί ασπίδων ανεστραμμένων, εγέμισαν δε ούτως ασπίδας τέσσαρας.

Δεν είνε σαν αυτό εδώ. — Εκεί κάτω είνε η μαννού σου; — Εκεί είνε. — Χαιρετίσματα να της πήτε πολλά, απ' τον Νικολό τ' Αγώτη· είμαστε γενιά. — Μετά χαράς. Εγέμισαν τα κανατάκια των κ' έφυγαν τρέχουσαι. Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είνε ως δεκαπέντε ετών· αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών.

Οι φαγόντες ήσαν άνδρες πεντακισχίλιοι, χωρίς γυναικών και παιδίων, και όμως δώδεκα κόφινοι εγέμισαν από τα περισσεύματα των κλασμάτων. Το θαύμα προυξένησε βαθείαν εντύπωσιν.

Είπε και άμ' αναχώρησετο σπίτι του πατρός του. κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαντην ανδρική ψυχή τους, και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοοςτην μέσην αυτών είπε, 660 θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•

Αφότου είχε γεννηθή, έβλεπεαυτόν καθισμένην την μάμμην της και τώρα τα 'ματάκια της εγέμισαν δάκρυα. Έβγαλε το μανδήλι της, πριν αρχίση, και τα εσπόγγισεν· έπειτα επροσπάθησε να ενθυμηθή ένα ένα όλα όσα της είχε παραγγείλει η μάμμη της, όταν για μια φορά, για πρώτη φορά την είχε βάλει να υφάνη και ήρχισε δειλά, δειλά να κινή την σαΐταν. . .

Καρολίνα, είπα, ενώ της έδωκα το χέρι, και οι οφθαλμοί μου εγέμισαν από δάκρυα, θα ιδωθώμεν πάλιν! εδώ κάτω και εκεί επάνω θα ξαναϊδωθώμεν! — Δεν ηδυνάμην να μιλήσω περισσότεροΓουλιέλμε, έπρεπε να με ερωτήση περί τούτου, όταν είχα τον στενόχωρον αυτόν αποχωρισμόν εις την καρδιάν μου! — Και αρά γε οι αγαπητοί απελθόντες ξέρουν τι γινόμαστε εμείς, εξηκολούθησεν, αισθάνονται αρά γε, όταν περνούμεν καλά, ότι τους θυμούμεθα με θερμήν αγάπη!

Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του. — Εσύ είσαι Κουκκίτσα; Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του. Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα.

Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας· — «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω.

Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, και όλον τον εμεγάλυνετα μάτια των ανθρώπων, 20 ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, 'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. αλλάτην θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, να χαρήτ' όλοιτο καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45

Αλλά δεν υπερίσχυσεν η γνώμη του και οι Πελοποννήσιοι απέβησαν εις το ακρωτήριον Λευκίμμην και κατέστρεφον τους αγρούς. Εν τούτοις οι δημοκρατικοί εκ των Κερκυραίων περίτρομοι γενόμενοι μήπως υποστούν προσβολήν διά θαλάσσης ήρχισαν διαπραγματεύσεις μετά των ικετών και των άλλων πως να σώσουν την πόλιν. Καί τινας μεν εξ αυτών έπεισαν να εισέλθουν εις τα πλοία· και εγέμισαν τοιουτοτρόπως τριάκοντα.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν