United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν513

Αλλ', ως κάποτε θωρούμε, προτού σπάση ανεμοζάλη, 'ς τ' ουρανού τον γύρον όλον νέφη ατάρακτα να μένουν, των ορμητικών ανέμων η πνοαίς να παύουν όλαις, νεκρικήτον κόσμον κάτω σιγαλιά να βασιλεύη, και διά μιας τ' αστροπελέκι να διασχίση τον αέρα· όμοια τότε και τον Πύρρον, οπού ολίγο εκοντοστάθη, εις το έργον σπρώχνει πάλιν το φιλέκδικό του πάθος.

Και μέσα στη νεκρική αυτή ησυχία ριζοβολούσανε και βλαστίζανε τα δυο στοιχεία που γραμμένο μας είτανε να μεγαλώσουνε και να δυναμώσουνε, για να μας προφυλάξουν από μύριους κιντύνους, να μας δοξάσουνε δέκα και παραπάνω αιώνες, και τέλος την οικουμένη όλη να γλυτώσουν από τον Ασιατισμό, — η Χριστιανοσύνη κ' η καθαυτό η Ρωμιοσύνη — ο Βυζαντισμός. 9 Η γη που ριζοβόλησε ο Χριστιανισμός

Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.

Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του. Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.

Έρριψε τους βραχίονας επάνω μου, ωχρότης νεκρική εχύθη επί του προσώπου του. Έν αχ! εξήλθε του στόματός του και έπεσεν εις τας αγκάλας μου λιπόθυμος . . . Ο γέρων έπαυσε και επί τινας στιγμάς επεκράτησε σιωπή· το δραματικόν τέλος της διηγήσεως μας είχε ταράξη ότε κάποιος μας είχε είπε: — Τώρα τον επίλογον, να τελειώσωμεν.

Εις το τέλος, επειδή αι φλόγες ηύξησαν αιφνιδίως πάρα πολύ, ηνάγκασαν τον γελωτοποιόν να σκαρφαλώση ολίγον υψηλότερα εις την άλυσον διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον. Όταν προέβαινεν εις το έργον, αποκατεστάθη και πάλιν νεκρική σιγή. Ο νάνος επωφελήθη την περίστασιν διά να επαναλάβη τον λόγον. — Τώρα, είπε, βλέπω ακριβώς ποίον είδος ανθρώπων είναι αυταί αι μάσκαι.

Ο Χοπ- Φρωγκ, ο οποίος ήτο δεμένος στην αλυσίδα, ανέβηκε συγχρόνως με αυτήν, πάντοτε εις την ιδίαν θέσιν με τας οκτώ μάσκας, κατεβάζοντας πάντοτε τον κορμόν του διά να ίδη τάχα ποίοι ήσαν. Όλοι οι παρευρισκόμενοι εθορυβήθησαν τόσον πολύ από την ανάβασιν, ώστε επεκράτησε νεκρική σιγή, η οποία διήρκεσε ένα λεπτόν περίπου.

Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.

Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του. — Εσύ είσαι Κουκκίτσα; Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του. Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα.