United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510 Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση, Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση, Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει, Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515 Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη, Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει, Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει· Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται·

Κι' ο Πάρης δε χασομεράει στον αψηλό του σπίτι, μόνε σα χαλκοφόρεσε την πλούσια αρμάτωσά του, περνάει τη χώρα τρέχοντας μ' ακούραστο ποδάρι. 505 Σαν άλογο, που στο παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμά στον κάμπο πιλαλώνταςγιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμιαπερήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του, κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, 510 κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά, γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν άλογα και στα λιβάδια βόσκουν· έτσι και του Πριάμου ο γιος, αστράφτοντας σαν ήλιος μες στη λαμπρή του αρματωσά, κατέβηκε το κάστρο καμαρωτός, και γλήγορα τον πήγαιναν τα πόδια.

Κι' ο Άρης νύχτα ξάπλωσε στον πόλεμο τριγύρω, κι' έτρεχε ακούραστος παντού βοηθώντας τους Δαρδάνους, και τις αρμήνιες τέλιωνε του χρυσοσπάθη Απόλλου, που τούχε πει και σύστησε ν' αναστυλώσει πάλι των Τρώων την παλικαριά, σαν είδε την Παλλάδα 510 φεβγάτη· γιατί αφτή είτανε των Αχαιών προστάτρα.

Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.

Και σύρτε μάστε στα λογγά όσα μπορείτε ξύλα, π' ολονυχτύς πολλές φωτιές ως να χαράξει η μέρα να καίμε, και μεσούρανα να φτερουγίζει η λάμψη, μήπως οι άκουροι Αχαιοί βαρθούν και νύχτα ακόμα 510 πας στα πλατιά της θάλασσας να μας ξεκόψουν στήθια.

Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510

Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει «Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, 510 αν άλλοςπου μπορείθεός σηκώσει και τους Τρώες

Αυτά 'λεγεν ανάμεσαταις δούλαις, καθημένη 505τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510 «Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει τούτ' η ψυχήτο γένος σου να φέρη καταισχύνη». Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· «Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515