United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.

Κι' εφτύς σαν είδε τ' άσκημα σημάδια του γαμπρού του, πρώτα να πάει τον πρόσταξε τη σκιαχτερή Κατσίκα να σφάξει. Αφτή είταν θεϊκό, κι' όχι θνητώνε θρέμμα, 180 λιοντάρι ομπρός, καταμεσύς κατσίκα, πίσω δράκος, κι' έβγαζε φλόγες και φωτιές απ' τα πλατιά ρουθούνια. Κάνει καρδιά από θεϊκά σημάδια και παγαίνει και τη σκοτώνει.

Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Μόνον πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ κ' εκεί. Άλλο τίποτα.

Έσωσα πες το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόραώρα μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το γρηγορώτερο. Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι.

Αυτός είνε περιτριγυρισμένος από βαθύτατον χαντάκι γεμάτον νερόν το οποίον βράζει χωρίς φωτιά· και εκείθεν από το χαντάκι φαίνεται ένα έδαφος από πλάκες τζελικένιες φλογερές, που ακαταπαύστως βγάζουν άπειρες φωτιές, εις τρόπον που ο ναός φαίνεται να είναι όλος πύρινος.

Ύστερα εις κάθε μια φυτειά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι Τρανές ανάβονται φωτιές μέσ' στ' απλωτό σκοτάδι. Ολόυρα ολόυρ' απ' τες φωτιές σταίνουν χορό η κοπέλλες· Στρώνονται χάμου οι γέροντες κι οι νιοί, κι' απ' όλους ένας Τους συνοδεύει το χορό μ' ένα απαλό τραγούδι Και μ' ένα λάλημα γλυκό γλυκό του ταμπουρά του.

Πώς απ' αλαργινό νησί βγαίνει φωτιά και φτάνει ως στον αιθέρα, από καστρί πούχουν οχτροί ζωσμένα, τι βγαίνουν όξω οι κάτοικοι και μάχουνται ολημέρα 210 σ' ανατριχιάρη πόλεμο, μα σα βουτήσει ο ήλιος ανάβουν σύδετες φωτιέςκι' η λάμψη ως στα ουράνια ψηλά πηδάειγια ναν τη δουν γειτόνοι κι' ίσως τρέξουν οχ το χαμό με καραβιών βοήθια να τους σώσουν· έτσι απ' την κόμη του έφτανε κι' η λάμψη ως στον αιθέρα.

Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλλώματα, μη γυρεύης να μας ανάψης και τέτοιες φωτιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελλαθήκαμε ακόμη». Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια.

Δι' αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες. Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έρριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγώτερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη: — Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!