United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' άλογα περπατούσαν κουρασμένα γλυστρώντας στα φύλλα, αφίνοντας τα πέταλά τους φωτιές και σπίθες στα στουρνάρια και στα χαλίκια, οι στρατοκόποι άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα βουβοί, αμίλητοι τραβούσαν πάντα μπροστά, κουρασμένοι, με πένθιμη όψη.

Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη: — Τη δουλειά μου;... τη δουλειά μου. Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι.

Την άλλη μέρα, αφού βρήκαν μερικά φαγώσιμα, γλυστρώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, αναστήλωσαν λιγάκι τις δυνάμεις των. Έπειτα βοηθήσανε μαζί με τους άλλους στο φρόντισμα εκείνων, που γλύτωσαν από το θάνατο. Μερικοί κάτοικοι, που τους είχαν βοηθήση, τους δώσαν ένα τόσο ωραίο δείπνο, όσο είναι δυνατό μέσα σε τέτοια καταστροφή.

Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Μου φαίνονταν, σαν εκείνες τες πλούσιες χαρές, που βλέπει κανείς στον ύπνο του. «Σε κάθε πατημασιά τ' αλόγου μου ξάνοιγα κι' ένα κομμάτι από τα παιδιακίσια μου. Κομμάτι ζωής χαρωπής, γλυκειάς και πολυαγαπημένης. Έβλεπα το μεγάλο ραϊδιό που ανέβαινα ψηλά, και, γλυστρώντας ίσια κάτω, έφτανα ως τον πάτο στο λάκκωμα, είτε με ξεγδάρματα, είτε χωρίς ξεγδάρματα, στο τρυφερό μου κορμί.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια. — Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι.