Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου.

Τότε στο βυζανιάρικο ταδάκρυτο το βρέφος τυλίχτηκαν ολόγυρα σφικτά-σφικτά τα φίδια, και πάλι ξετυλίχτηκαν ζητώντας να ξεφύγουν απ' των χεριών το σφίξιμο που τόσο τους πονούσε.

Οι άλλοι τότες ρυάστηκαν από ενθουσιασμό, από πάθος από μεθύσι κρασιού και καημού μαζί, όλοι μ' αγριοφωνές, με κουνήματα ζουρλά των χεριών προς τ' απάνω, με τινάγματα των ποδαριών: — Ω!. —. ω! ω! ω! μαννούλα μου!... — Φσσσσιστ!... Θεέ μου! ας φέξη. = Όποτα! Παναγία μου!... όποτα! Χριστέ μου!.... Το μπουζούκι εκεί επάνω άλλαξε σκοπό. Τόρα πήρε ένα ανατολίτικο, ένα αράπικο.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονταιτο δώμα τούτο ικέταις. κ' εάν ο ξένος, θαρρετόςτην ρώμη των χεριών του, το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 φοβείσ' ότιτο σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; αλλ' ουδέ κείνοςτην ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Η ντόνα Έστερ διάβαζε ήσυχα καθισμένη σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στον αρχαίο πάγκο, αλλά ξαφνικά ο γάτος, που ήταν ξαπλωμένος στη σκιά της πλάι στο λυχνάρι και με τα μάτια παρακολουθούσε τις κινήσεις των χεριών της, πήδηξε στην ποδιά της σαν να ήθελε να κρυφτεί και από εκεί τρύπωσε κάτω από τον πάγκο.

Και κάθε μια βάρκα που γέμιζε, ξεκινούσε αγάλι' αγάλια με τραγούδια και φωνές, με μαντήλια στον αέρα, με κουνήματα κεφαλιών και χεριών ξεκινούσε, μα ξαναγύριζε πάλι να πάρη κάποιον ακόμα, που ξεχάστηκε μέσα στα δάκρια, κι αφού τον έπαιρνε κι αυτόν ξεκινούσε γλυστρώντας αγάλι' αγάλια στην αρχή στα κυματάκια της θάλασσας, κι έπαιρνε παραπέρα γοργό δρόμο κι έπαιρνε φτερά και κολλούσε στου βαποριού τα πλάγια.

Με των χεριών σας τη δουλειά να ζήτε. Χαρωποί να είστε πάντα. Μιλιά δεν θέλω από το στόμα σας να βγαίνη, αν για να ευχαριστήσετε δεν είνε. Πάντοτε αγαπημένοι αναμεταξύ σας. Το σώμα καθαρό να τώχετε σαν τη ψυχή σας. Αδελφοί, στης προσευχές μη με ξεχνάτε. Το φιλί σας το άγιο, δώσετε από μέρους μου στους αδελφούς μας όλοι οι Πρεσβύτεροι.

Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδαριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυριστή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας από τη γιαγιά τους, παραμύθια: — Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία... Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι.

Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν