United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !
Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων• «Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495 «Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• «Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν• αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500 'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».
Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαν 'ς το γεύμα, 390 το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, 'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπού 'ς την ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεν 'ς τους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτε 'ς τους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσω 'ς το δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειτα 'ς εκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινα 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμως 'ς εμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 80 «Βυζάστρα μου, είναι δύσκολον, αν και πολλά γνωρίζεις, να πιάση ο νους σου ταις βουλαίς θεών των αιωνίων. αλλ' όμως ας πηγαίνουμε κει, 'που 'ναι το παιδί μου, και των μνηστήρων τους νεκρούς να ιδώ και τον φονέα».
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσης 'ς το σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».
«Κοιμάσαι με περίλυπην καρδιάν, ω Πηνελόπη; όχι, δεν θέλουν οι θεοί, 'που ζουν ευτυχισμένα, 805 να κλαίης, να λυπιέσαι συ, και ακόμη θα γυρίση το τέκνο σου• και των θεών αυτός δεν είναι πταίστης». Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης, πολύ γλυκά ρουχάζοντας 'ς ταις πύλαις των ονείρων•
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένε —ότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβός 'ς το δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' είπε προς εκείνον· Αντίνοε, γίνετ' άδικο, να στερηθούν οι ξένοι του Τηλεμάχου, οπ' έρχονται 'ς το δώμα τούτο ικέταις. κ' εάν ο ξένος, θαρρετός 'ς την ρώμη των χεριών του, το μέγα τόξο ετάνυζε του θείου Οδυσσέα, 315 φοβείσ' ότι 'ς το σπίτι του νύμφην εμέ θα πάρη; αλλ' ουδέ κείνος 'ς την ψυχή παρόμοιαν τρέφει ελπίδα. τούτο δεν είν', όχι, αφορμή να σας κακοκαρδίση ενώ συμποσιάζετε· δεν πρέπει, δεν αρμόζει».
Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100 λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· «Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· 330 «Ευρύμαχε, δεν γίνεται 'ς τον τόπο να 'χουν δόξα εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου και το αφανίζουν και όνειδος 'ς εσάς φαίνοντ' εκείνα; αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. αν το τανύση και 'ς αυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».
Λέξη Της Ημέρας