United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο 'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε 'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350
Πλην τέλος λέγω: «Τι ζητείς » Μες 'ς το βαθύ σκοτάδι; « Μανούλα μου, το μνήμα του » Αφίνει ο πεθαμένος;» » — Κι' όμως εγώ για σένανε, » Για σένανε, παιδί μου, » Αυτή την ώρα, τέκνο μου, » Τ' αφήκα. — » Η φωνή μου Και πάλι τότ' εσβύσθηκε, Μένω βουβός, σκιαγμένος.
Αυτά 'πε, και όλοι εγέλασαν εκείνοι από καρδίας· άρχισε τότε ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· «Τρελλός είν' ο νεόφερτος ο ξένος από πέρα· 360 αλλ' αυτόν οδηγήσετε να φύγη ευθύς, ω νέοι, να καταιβή 'ς την αγοράν, αφού δω νύκτα βλέπει».
Αυτά 'πεν, ότι του πατρός εντράπη να προφέρη τον τερπνόν γάμον• ένοιωθεν εκείνος όλα, κ' είπε• «Και τα μουλάρια, τέκνο μου, λάβε, και ό,τι άλλο θέλεις• άμε, και σε την άμαξαν οι δούλοι θ' αρματώσουν, να 'ναι υψηλή, καλότροχη, με κάλαθον επάνω». 70
Αυτά 'πε και το πρόσωπον εσκέπασεν η γραία, κ' έβγαλε δάκρυα θερμά και με παράπον' είπε· «Ωιμέ, τέκνο, απελπίσθηκα για σε· σ' ωργίσθη ο Δίας ως δεν ωργίσθη άλλον θνητόν, θεόφοβος αν κ' ήσουν· ότι κανείς απ' τους θνητούς του χαιρεβρόντη Δία 365 παχειά μεριά δεν έκαψε κ' εξαίσιαις εκατόμβαις, όσαις εσύ του πρόσφερες, ευχόμενος να λάβης γήρας καλόν και τον λαμπρόν υιόν σου ν' αναστήσης· και τώρα την επιστροφή μόνον εσέν' αρνήθη. και κείνον, αχ!
Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340 τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345 Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος. κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350 «Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα• κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355
Τέλος πλησίαζε η μέρα, που την περιμέναμε καιρό, η μέρα, που έμελλε να γεννηθή το τέκνο μας και να βγη στο φως το μυστικό, που μου είχε μπιστευτεί από καιρό η γυναίκα μου, το μυστικό που έδινε στην ψυχή της ένταση και στην ελπίδα της φτερά κ' έμελλε να ξαναφέρη την ευτυχία στο σπίτι μας. Το προαίστημα αυτό έκαμε τόσο φωτεινό το καλοκαίρι μας, έτσι τουλάχιστο το βλέπω τώρα.
« — Εμένα τότε, μάνα μου, Μ' αφίνεις; — » « — Ω παιδί μου Αν θες να ιδής τα Τάρταρα, Αν να ιδής γυρεύεις, Τον Άδη, τον Παράδεισο, 'Κεί κάτω να κατέβης, Τρέξε κοντά μου, τέκνο μου, Έλα, έλα μαζή μου — »
Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω.»
Λέξη Της Ημέρας