Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10 από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη, όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15 της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της, να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα. μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της• ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20 του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση, του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει. αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25 ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν. και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου• καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες, εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30 δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν. αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι, και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35 και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης, 'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο• και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, 'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του. αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40 την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».
Είπε και το βλέμμ' έστρεψε κατά την Πηνελόπη να φανερώσ' ότι έφθασε 'ς το σπίτι ο ποθητός της. και αυτή να ιδή δεν δύνονταν αντίκρ' ή να νοήση, διότ' η Αθήνη αλλού τον νου της έστρεψε· και κείνος απ' τον λαιμό την έπιασε με το δεξί του χέρι, 480 και με τ' άλλο την έφερε σιμά του και της είπε· «Θα μ' αφανίσης, μάννα, συ; και 'ς τούτο το βυζί σου συ μ' έφερες· και τώρα εγώ, αφού πολλά 'χω πάθει, τον χρόνον έφθασα εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. αλλ' αφού συ το νόησες θεόθεν διδαγμένη, 485 σίγα, μην άλλος άνθρωπος κανείς εδώ το μάθη. και άκουσε τώρ' ό,τι θα ειπώ και ο λόγος μου θα γείνη· αν μου υποτάξη ένας θεός τους θαυμαστούς μνηστήραις, ουδέ σε, την βυζάστρα μου, θα λυπηθώ, την ώρα 'που 'ς τα ιδικά μου μέγαρα ταις δούλαις θα φονεύσω». 490
Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145 σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· ολόρθος 'ς το κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150 τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· «Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155 'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. τώρα 'ς τα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160 με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, 'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• «Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοί 'ς το δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».
Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Άλλην εξήγησι, ω γυνή, του ονείρου να ζητήση 555 κανείς δεν δύνατ', επειδή το τέλος ο Οδυσσέας ο ίδιος είπε, και όλεθρος εις τους μνηστήραις όλους φανερός είναι και κανείς τον χάρο δεν θα φύγη».
Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτού 'ς τα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαν 'ς την αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•
Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνη 'ς τους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυα 'ς τα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθη 'ς τον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».
'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· «Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5 τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου. ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.
Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον 'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· «Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν