United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' η άγγιχτη θεά φυσάει μες στο Διομήδη καρδιά, και κάθιζε λαζιές δεξά ζερβά, κι' οι Θράκες ρήξανε απελπισιάς στριγγιές καθώς με το μαχαίρι τους σκότωνε, και κάτου η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Και στην άλλη μεριά του κόλπου είχαμε φίλους κ' οι βάρκες πηγαινοερχόντανε ανάμεσα της δικής τους και της δικής μας αποβάθρας. Εμέ όμως η τοποθεσία όλη μου κάθιζε βαριά στο στήθος κ' είχα το αίστημα πως μ' εμπόδιζε στην εργασία μου. Με βύθιζε σε μια διάθεση διαφορετική απ' όσες γνώριζα. Μα ο καιρός περνούσε και μ' αυτόν ήρθε η γαλήνη.

Ήσυχα και χωρίς κόπο στοιβαζόντανε τα φύλλα και σχηματίζανε το βιβλίο, που θα έβγαινε το χινόπωρο, και συχνά περίμενε το φαγητό στο τραπέζι, όταν συρτωνόταν η πόρτα κ' η Έλσα κάθιζε ν' ακούση να της διαβάσω τις σελίδες, που γραφήκανε ως τα μεσημέρι. Γαλήνια κ' ευτυχισμένη καθόταν εκεί και χαιρότανε που ο όγκος του χειρόγραφου μεγάλωνε κάθε μέρα. Γιατί γνώριζε καλά ποιος έδινε ζωή στην εργασία.

Είπεν ο Αντίνοος, και αρεστόςόλους εφάνη ο λόγος. σηκώθη πρώτος ο υιός του Οίνοπα, ο Λειώδης· ήταν ιερογνώστης των, και, 'ς τον λαμπρόν κρατήρα 145 σιμά, κάθιζε ανάμερα, και αυτός εμίσα μόνος τ' άνομα κ' έτρεφεν οργή προς όλους τους μνηστήραις. και τότε πρώτος έπιανε το τόξο και το βέλος· ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο, και δεν το ετάνυσεν, αλλά τραβώντας αποκάμαν 150 τ' απαλά χέρι' αγύμναστα, και των μνηστήρων είπε· «Δεν το τανύζω, αγαπητοί· τώρ' ας το λάβη και άλλος· ότι καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων τούτο το τόξον, επειδή καλήτερον νομίζω τον θάνατον, ή ζωντανοί να στερηθούμε κείνο, 155 'που καρτερούμ' ολοκαιρίς εδώ συναθροισμένοι. τώρατα βάθη της ψυχής κάποιος ελπίζει ακόμη να νυμφευθή την φρόνιμη γυναίκα του Οδυσσέα, αλλ' ότι κάμη δοκιμή του τόξου και γνωρίση, των Αχαιίδων γυναικών τότ' άλλην λαμπροφόραν 160 με δώρ' αυτός ας μνηστευθή, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύπνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ' αυτή την πρόφαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε.

Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ' έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως είταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους!

Έβγαινε όξω, κάθιζε χάμω στο λιβάδι και παρατηρούσε με τη μεγαλήτερη περιέργεια τι γινόταν εκεί μπροστά του.

Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται. Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό.

Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε.